παραχωρητικός: Difference between revisions

From LSJ

μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parachoritikos
|Transliteration C=parachoritikos
|Beta Code=paraxwrhtiko/s
|Beta Code=paraxwrhtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[disposed to yield in respect of]], δόξης καὶ δυνάμεως Plu.2.485c; <b class="b3">τὸ -κόν</b> [[complaisance]], <span class="bibl">M.Ant. 1.16</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> in Law. [[received]] or [[executed in consideration for a surrender]], ἀργύριον <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>906.10</span> (i A.D.); διεγγύημα <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>2.300.14</span> (ii A.D.); ὁμολογία <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span>6000.15</span> (vi A.D.).</span>
|Definition=παραχωρητική, παραχωρητικόν,<br><span class="bld">A</span> [[disposed to yield in respect of]], δόξης καὶ δυνάμεως Plu.2.485c; τὸ [[παραχωρητικόν]] = [[complaisance]], M.Ant. 1.16.<br><span class="bld">II</span> in Law. [[received]] or [[executed in consideration for a surrender]], ἀργύριον ''BGU''906.10 (i A.D.); διεγγύημα ''PLond.''2.300.14 (ii A.D.); [[ὁμολογία]] ''Sammelb.''6000.15 (vi A.D.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραχωρητικός Medium diacritics: παραχωρητικός Low diacritics: παραχωρητικός Capitals: ΠΑΡΑΧΩΡΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: parachōrētikós Transliteration B: parachōrētikos Transliteration C: parachoritikos Beta Code: paraxwrhtiko/s

English (LSJ)

παραχωρητική, παραχωρητικόν,
A disposed to yield in respect of, δόξης καὶ δυνάμεως Plu.2.485c; τὸ παραχωρητικόν = complaisance, M.Ant. 1.16.
II in Law. received or executed in consideration for a surrender, ἀργύριον BGU906.10 (i A.D.); διεγγύημα PLond.2.300.14 (ii A.D.); ὁμολογία Sammelb.6000.15 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 509] ή, όν, nachgebend, nachgiebig; M. Ant. 1, 16; Plut.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui cède volontiers, accommodant ; τὸ παραχωρητικόν complaisance.
Étymologie: παραχωρέω.

Russian (Dvoretsky)

παραχωρητικός: уступчивый: π. τινος Plut. уступчивый в чем-л.

Greek (Liddell-Scott)

παραχωρητικός: -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος νὰ ὑποχωρήσῃ, τινός, ἔν τινι πράγματι, Πλούτ. 2. 485Β· τὸ παραχωρητικόν, τὸ παραχωρεῖν, ὑποχωρεῖν, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 1. 10.

Greek Monolingual

-ή, -ό / παραχωρητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ παραχωρώ
αυτός που αναφέρεται στην παραχώρηση
νεοελλ.
φρ. «παραχωρητικές προτάσεις» — προτάσεις που σημαίνουν παραχώρηση, ενδοτικές ή εναντιωματικές προτάσεις
αρχ.
1. εκείνος που έχει την τάση να κάνει παραχωρήσεις, ενδοτικός, υποχωρητικός
2. αυτός που έχει ληφθεί ή εκτελεστεί με την προοπτική παράδοσης στον διάδικο ή στον αντίπαλο (α. «παραχωρητικὴ ὁμολογία» β. «παραχωρητικὸν ἀργύριον, διεγγύημα»)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ παραχωρητικόν
η ιδιότητα εκείνου ο οποίος είναι παραχωρητικός, η υποχωρητικότητα, η ενδοτικότητα.