σπουδαστέος: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
|||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=spoudasteos | |Transliteration C=spoudasteos | ||
|Beta Code=spoudaste/os | |Beta Code=spoudaste/os | ||
|Definition=α, ον, < | |Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> to [[be sought for zealously]], X.''Lac.''7.3.<br><span class="bld">II</span> [[σπουδαστέον]], [[one must bestir oneself]], [[be earnest]] or [[anxious]], περί τινος E.''IA''902 (troch.); ἐπί τινι [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 608a; ὑπέρ τινος Isoc.6.91; ὅπως.. [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1c98b5: so pl., -αστέα περί τι Hierocl. p.62 A. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />[[qu'il faut rechercher]].<br />'''Étymologie:''' [[σπουδάζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπουδαστέος''': -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[σπουδάζω]], ὃν πρέπει νὰ ζητήσῃ τις | |lstext='''σπουδαστέος''': -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[σπουδάζω]], ὃν πρέπει νὰ ζητήσῃ τις μετὰ ζήλου, μετὰ σπουδῆς, Ξεν. Λακ. 7, 3. ΙΙ. σπουδαστέον, πρέπει τις νὰ σπουδάσῃ, νὰ φανῇ [[σπουδαῖος]] ἢ [[δραστήριος]] ἢ [[πρόθυμος]], [[περί]] τινος Εὐρ. Ι. Α. 902· ἐπί τινι Πλάτ. Πολ. 608Α· ὑπέρ τινος Ἰσοκρ. 135Α· [[ὅπως]] .. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 7, 21. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 10:31, 25 August 2023
English (LSJ)
α, ον,
A to be sought for zealously, X.Lac.7.3.
II σπουδαστέον, one must bestir oneself, be earnest or anxious, περί τινος E.IA902 (troch.); ἐπί τινι Pl.R. 608a; ὑπέρ τινος Isoc.6.91; ὅπως.. Arist.EN1c98b5: so pl., -αστέα περί τι Hierocl. p.62 A.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qu'il faut rechercher.
Étymologie: σπουδάζω.
Greek (Liddell-Scott)
σπουδαστέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ σπουδάζω, ὃν πρέπει νὰ ζητήσῃ τις μετὰ ζήλου, μετὰ σπουδῆς, Ξεν. Λακ. 7, 3. ΙΙ. σπουδαστέον, πρέπει τις νὰ σπουδάσῃ, νὰ φανῇ σπουδαῖος ἢ δραστήριος ἢ πρόθυμος, περί τινος Εὐρ. Ι. Α. 902· ἐπί τινι Πλάτ. Πολ. 608Α· ὑπέρ τινος Ἰσοκρ. 135Α· ὅπως .. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 7, 21.
Greek Monotonic
σπουδαστέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του σπουδάζω·
I. αυτός τον οποίο κάποιος πρέπει να επιδιώκει με ζήλο, άξιος σπουδής, σε Ξεν.
II. σπουδαστέον, πρέπει κάποιος να δειχτεί πρόθυμος, δραστήριος, πρέπει να σπεύσει, σε Ευρ. κ.λπ.
Middle Liddell
σπουδαστέος, η, ον, verb. adj. of σπουδάζω
I. to be sought for zealously, Xen.
II. σπουδαστέον, one must bestir oneself, be earnest or anxious, Eur., etc.