συμπληρωτικός: Difference between revisions

From LSJ

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symplirotikos
|Transliteration C=symplirotikos
|Beta Code=sumplhrwtiko/s
|Beta Code=sumplhrwtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[able to complete]], [[forming an essential part of]], ὑγιείας <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span> 3p.64U.</span>; [[εὐδαιμονίας]], [[τελειότητος]], <span class="title">Stoic.</span>3.18,35; τῆς ἐννοίας ἢ τῆς οὐσίας Gal.6.200, cf. <span class="bibl">Plot.2.6.1</span>, <span class="bibl">6.2.15</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[causing congestion]], τῆς κεφαλῆς Antyll. ap. <span class="bibl">Orib.6.1.8</span>, <span class="bibl">Sor.1.119</span>: abs., σ. τὸ καστόριον <span class="bibl">Id.2.85</span>.</span>
|Definition=συμπληρωτική, συμπληρωτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[able to complete]], [[forming an essential part of]], ὑγιείας Epicur.''Ep.'' 3p.64U.; [[εὐδαιμονίας]], [[τελειότητος]], ''Stoic.''3.18,35; τῆς ἐννοίας ἢ τῆς οὐσίας Gal.6.200, cf. Plot.2.6.1, 6.2.15.<br><span class="bld">2</span> [[causing congestion]], τῆς κεφαλῆς Antyll. ap. Orib.6.1.8, Sor.1.119: abs., σ. τὸ καστόριον Id.2.85.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπληρωτικός Medium diacritics: συμπληρωτικός Low diacritics: συμπληρωτικός Capitals: ΣΥΜΠΛΗΡΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: symplērōtikós Transliteration B: symplērōtikos Transliteration C: symplirotikos Beta Code: sumplhrwtiko/s

English (LSJ)

συμπληρωτική, συμπληρωτικόν,
A able to complete, forming an essential part of, ὑγιείας Epicur.Ep. 3p.64U.; εὐδαιμονίας, τελειότητος, Stoic.3.18,35; τῆς ἐννοίας ἢ τῆς οὐσίας Gal.6.200, cf. Plot.2.6.1, 6.2.15.
2 causing congestion, τῆς κεφαλῆς Antyll. ap. Orib.6.1.8, Sor.1.119: abs., σ. τὸ καστόριον Id.2.85.

German (Pape)

[Seite 988] ή, όν, zum Ausfüllen, Vollzähigmachen gehörig, vollendend; τῆς τελειότητος Plut. dv. Stoic. 4; S. Emp. oft.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à remplir, achever ou compléter.
Étymologie: συμπληρόω.

Russian (Dvoretsky)

συμπληρωτικός: выполняющий, довершающий, доводящий до конца (τινος Plut. Epicur. ap. Diog. L., Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

συμπληρωτικός: -ή, -όν, ὁ εἰς συμπλήρωσιν ἐπιτήδειος, τινος Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 131, Πλούτ. 2. 1060C, κτλ. Ἐπίρρ. -κῶς. Διονύσ. Ἀρεοπ.· οὕτω, συμπληρωματικῶς, Εὐστ. εἰς Διον. Π. 41.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συμπληρωτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συμπληρῶ
κατάλληλος για συμπλήρωση, για ολοκλήρωση, συμπληρωματικός
μσν.-αρχ.
1. αυτός που αποτελεί ουσιώδες μέρος, απαραίτητο στοιχείο («μὴ δύνασθαί τινος τῶν συμπληρωτικῶν τῆς φύσεως λείποντος ἄνθρωπος λέγεσθαι», Γρηγ. Νύσσ.)
2. ο αλληλοσυμπληρούμενος με κάποιον άλλο («κοινωνοῦντα τοῦ εἶναι, οὐχ ὡς συμπληρωτικὰ τῆς ἀλλήλων οὐσίας», Λεόντ. Βυζ.)
αρχ.
αυτός που προκαλεί συμφόρηση («συμπληρωτικὸν τὸ καστόριον», Σωρ.). Επίρ. συμπληρωτικῶς Α
με τρόπο συμπληρωτικό, έτσι που να ολοκληρώνεται κάτι.