λοιμικός: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(6_10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=loimikos | |Transliteration C=loimikos | ||
|Beta Code=loimiko/s | |Beta Code=loimiko/s | ||
|Definition= | |Definition=λοιμική, λοιμικόν,<br><span class="bld">A</span> [[pestilential]], Hp.''Ep.''1, Plb.1.19.1, Ph.2.102, Longin.44.9, etc.; <b class="b3">λ.περίστασις, διάθεσις</b>, ''SIG''731.7 (Tomi, i B. C.), ''IG''12(1).1032.7 (Carpathus); <b class="b3">λ. διήγησις</b> [[about pestilence]], Gal.17(2).168. Adv. [[λοιμικῶς]] S.E.''M.''9.79.<br><span class="bld">2</span> [[destructive]], λ. τοξεύματα Lyc. 1205. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[verderblich]]</i>, bes. <i>[[pestilenzialisch]], zur Pest [[gehörig]]</i>, [[κατάστασις]], [[διάθεσις]], Pol. 1.19.1, 2.31.10; Strab., Plut. und andere Spätere; τοξεύματα, Lycophr. 1205.<br><b class="num">• Adv.</b> [[λοιμικῶς]], S.Emp. <i>adv.phys</i>. 1.79. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λοιμικός:''' [[чумный]], [[тлетворный]], [[пагубный]] ([[κατάστασις]] Polyb.; [[πάθη]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λοιμικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὸν λοιμόν, [[λοιμώδης]] Ἱππ. 1271. 2, Πολύβ. 1. 19, 1, κτλ.· - Ἐπίρρ. -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 79. 2) καταστρεπτικός, [[φθοροποιός]], τοξεύματα Λυκόφρ. 1205. | |lstext='''λοιμικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὸν λοιμόν, [[λοιμώδης]] Ἱππ. 1271. 2, Πολύβ. 1. 19, 1, κτλ.· - Ἐπίρρ. -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 79. 2) καταστρεπτικός, [[φθοροποιός]], τοξεύματα Λυκόφρ. 1205. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[λοιμικός]], -ή, -όν) [[λοιμός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λοιμό, [[λοιμώδης]], [[μολυσματικός]] («ἀσθενῶς διακειμένους διὰ τὸ λοιμικὴν [[εἶναι]] παρ' αὐτοῖς κατάστασιν», Ιπποκρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) η [[λοιμική]] και <i>το λοιμικό</i><br />θανατηφόρα επιδημική [[νόσος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[καταστρεπτικός]], [[ολέθριος]] («λοιμικὰ τοξεύματα», <b>Λυκόφρ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λοιμικῶς</i> (Α)<br />σε [[κατάσταση]] λοιμού. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:31, 25 August 2023
English (LSJ)
λοιμική, λοιμικόν,
A pestilential, Hp.Ep.1, Plb.1.19.1, Ph.2.102, Longin.44.9, etc.; λ.περίστασις, διάθεσις, SIG731.7 (Tomi, i B. C.), IG12(1).1032.7 (Carpathus); λ. διήγησις about pestilence, Gal.17(2).168. Adv. λοιμικῶς S.E.M.9.79.
2 destructive, λ. τοξεύματα Lyc. 1205.
German (Pape)
verderblich, bes. pestilenzialisch, zur Pest gehörig, κατάστασις, διάθεσις, Pol. 1.19.1, 2.31.10; Strab., Plut. und andere Spätere; τοξεύματα, Lycophr. 1205.
• Adv. λοιμικῶς, S.Emp. adv.phys. 1.79.
Russian (Dvoretsky)
λοιμικός: чумный, тлетворный, пагубный (κατάστασις Polyb.; πάθη Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
λοιμικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὸν λοιμόν, λοιμώδης Ἱππ. 1271. 2, Πολύβ. 1. 19, 1, κτλ.· - Ἐπίρρ. -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 79. 2) καταστρεπτικός, φθοροποιός, τοξεύματα Λυκόφρ. 1205.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM λοιμικός, -ή, -όν) λοιμός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λοιμό, λοιμώδης, μολυσματικός («ἀσθενῶς διακειμένους διὰ τὸ λοιμικὴν εἶναι παρ' αὐτοῖς κατάστασιν», Ιπποκρ.)
νεοελλ.
(το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) η λοιμική και το λοιμικό
θανατηφόρα επιδημική νόσος
μσν.-αρχ.
καταστρεπτικός, ολέθριος («λοιμικὰ τοξεύματα», Λυκόφρ.).
επίρρ...
λοιμικῶς (Α)
σε κατάσταση λοιμού.