χειμάδιον: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=cheimadion
|Transliteration C=cheimadion
|Beta Code=xeima/dion
|Beta Code=xeima/dion
|Definition=τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[winter dwelling]], [[winter quarters]], χειμαδίῳ χρῆσθαι Λήμνῳ <span class="bibl">D.4.32</span>, cf. <span class="bibl">Str. 11.13.1</span>, <span class="bibl">Hld.5.18</span>: esp. in pl., <b class="b3">χειμάδια πήγνυσθαι</b> to fix one's [[winter quarters]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sert.</span>6</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Luc.</span>3</span>, <span class="bibl"><span class="title">Eum.</span>15</span>, <span class="bibl">Jul.<span class="title">Ep.</span>98</span>.—Adj. χειμάδιος, α, ον, is cited in <span class="bibl">Poll.1.62</span>, Suid.; <b class="b3">ἡ χειμαδία</b> (sc. [[ὥρα]]) <span class="bibl"><span class="title">Et.Gud.</span>563.53</span>.</span>
|Definition=τό, [[winter dwelling]], [[winter quarters]], χειμαδίῳ χρῆσθαι Λήμνῳ D.4.32, cf. Str. 11.13.1, Hld.5.18: especially in plural, <b class="b3">χειμάδια πήγνυσθαι</b> to fix one's [[winter quarters]], Plu.''Sert.''6, cf. ''Luc.''3, ''Eum.''15, Jul.''Ep.''98.—Adj. χειμάδιος, α, ον, is cited in Poll.1.62, Suid.; <b class="b3">ἡ χειμαδία</b> (''[[sc.]]'' [[ὥρα]]) ''Et.Gud.''563.53.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1342.png Seite 1342]] τό, Winterwohnung, Winterquartier; χειμαδίῳ χρῆσθαι τῇ δυνάμει Λήμνῳ Dem. 4, 32; χειμάδια διαπήγνυσθαι, Winterquartiere aufschlagen, Plut. Sertor. 6; D. Cass. 36, 4; Winterresidenz, Strab. 11, 13, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1342.png Seite 1342]] τό, Winterwohnung, Winterquartier; χειμαδίῳ χρῆσθαι τῇ δυνάμει Λήμνῳ Dem. 4, 32; χειμάδια διαπήγνυσθαι, Winterquartiere aufschlagen, Plut. Sertor. 6; D. Cass. 36, 4; Winterresidenz, Strab. 11, 13, 1.
}}
{{elru
|elrutext='''χειμάδιον:''' τό преимущ. pl. зимовка, зимняя стоянка, зимние квартиры Dem., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χειμάδιον:''' [ᾰ], τό, χειμερινό [[κατάλυμα]], [[μέρος]] για να περάσει [[κανείς]] το χειμώνα, χειμαδίῳ [[χρῆσθαι]] Λήμνῳ, σε Δημ.· [[συνήθως]] σε πληθ., <i>χειμάδια πήγνυσθαι</i>, [[κατασκευάζω]] τη χειμερινή [[κατοικία]] μου, σε Πλούτ.
|lsmtext='''χειμάδιον:''' [ᾰ], τό, χειμερινό [[κατάλυμα]], [[μέρος]] για να περάσει [[κανείς]] το χειμώνα, χειμαδίῳ [[χρῆσθαι]] Λήμνῳ, σε Δημ.· [[συνήθως]] σε πληθ., <i>χειμάδια πήγνυσθαι</i>, [[κατασκευάζω]] τη χειμερινή [[κατοικία]] μου, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''χειμάδιον:''' τό преимущ. pl. зимовка, зимняя стоянка, зимние квартиры Dem., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[χειμάδιον]], ου, τό, [from [[χεῖμα]]<br />a [[winter]]-[[dwelling]], [[winter]]-[[quarters]], χειμαδίῳ [[χρῆσθαι]] Λήμνῳ Dem.:—[[mostly]] in pl., χειμάδια πήγνυσθαι to fix one's [[winter]]-[[quarters]], Plut.
|mdlsjtxt=[[χειμάδιον]], ου, τό, [from [[χεῖμα]]<br />a [[winter]]-[[dwelling]], [[winter]]-[[quarters]], χειμαδίῳ [[χρῆσθαι]] Λήμνῳ Dem.:—[[mostly]] in plural, χειμάδια πήγνυσθαι to fix one's [[winter]]-[[quarters]], Plut.
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[winter quarters]]
|woodrun=[[winter quarters]]
}}
}}

Latest revision as of 10:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειμᾰδιον Medium diacritics: χειμάδιον Low diacritics: χειμάδιον Capitals: ΧΕΙΜΑΔΙΟΝ
Transliteration A: cheimádion Transliteration B: cheimadion Transliteration C: cheimadion Beta Code: xeima/dion

English (LSJ)

τό, winter dwelling, winter quarters, χειμαδίῳ χρῆσθαι Λήμνῳ D.4.32, cf. Str. 11.13.1, Hld.5.18: especially in plural, χειμάδια πήγνυσθαι to fix one's winter quarters, Plu.Sert.6, cf. Luc.3, Eum.15, Jul.Ep.98.—Adj. χειμάδιος, α, ον, is cited in Poll.1.62, Suid.; ἡ χειμαδία (sc. ὥρα) Et.Gud.563.53.

German (Pape)

[Seite 1342] τό, Winterwohnung, Winterquartier; χειμαδίῳ χρῆσθαι τῇ δυνάμει Λήμνῳ Dem. 4, 32; χειμάδια διαπήγνυσθαι, Winterquartiere aufschlagen, Plut. Sertor. 6; D. Cass. 36, 4; Winterresidenz, Strab. 11, 13, 1.

Russian (Dvoretsky)

χειμάδιον: τό преимущ. pl. зимовка, зимняя стоянка, зимние квартиры Dem., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

χειμάδιον: τό, μέρος κατάλληλον ἵνα διέλθῃ τις τὸν χειμῶνα, κοινῶς «χειμαδιό», χειμαδίῳ χρῆσθαι Λήμνῳ Δημ. 49. 3· - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., χειμάδια πήγνυμαι, ὁρίζω τὸν τόπον ἐν ᾧ θὰ παραχειμάσω, παρασκευάζω τὴν χειμερινὴν κατοικίαν μου, Πλουτ. Σερτ. 6, πρβλ. Λούκουλλ. 3, Εὐμ. 15. ― Τὸ ἐπίθ. χειμάδιος, α, ον, μνημονεύεται παρὰ Πολυδ. Α΄, 62 καὶ Σουΐδ.· ἡ χειμαδία (ἐξυπακ. ὥρα) Γουδιαν. Ἐτυμ.· πρβλ. χειμασία.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
βλ. χειμάδι.

Greek Monotonic

χειμάδιον: [ᾰ], τό, χειμερινό κατάλυμα, μέρος για να περάσει κανείς το χειμώνα, χειμαδίῳ χρῆσθαι Λήμνῳ, σε Δημ.· συνήθως σε πληθ., χειμάδια πήγνυσθαι, κατασκευάζω τη χειμερινή κατοικία μου, σε Πλούτ.

Middle Liddell

χειμάδιον, ου, τό, [from χεῖμα
a winter-dwelling, winter-quarters, χειμαδίῳ χρῆσθαι Λήμνῳ Dem.:—mostly in plural, χειμάδια πήγνυσθαι to fix one's winter-quarters, Plut.

English (Woodhouse)

winter quarters

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)