εὐήνιος: Difference between revisions

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evinios
|Transliteration C=evinios
|Beta Code=eu)h/nios
|Beta Code=eu)h/nios
|Definition=ον, (ἡνία) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[obedient to the rein]], ἅρμα <span class="bibl">Emp.4.5</span>; ὀχήματα <span class="bibl">Pl. <span class="title">Phdr.</span>247b</span>; ἵπποι -ώτατοι <span class="bibl">Id.<span class="title">R.</span>467e</span>; of persons, [[tractable]], [[docile]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>730b</span>; τὸ ἀγαθὸν εὐ. ὄν <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>2.39</span>; of a disease, [[easily yielding]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Virg.</span>1</span>; cf. [[εὐάνιος]]. Adv. -ίως [[patiently]], [[tractably]], <span class="bibl">Pl. <span class="title">Sph.</span>217d</span>, Plu.2.9b; ζῆν <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>4.7.12</span>.</span>
|Definition=εὐήνιον, ([[ἡνία]]) [[obedient to the rein]], ἅρμα Emp.4.5; ὀχήματα Pl. ''Phdr.''247b; ἵπποι -ώτατοι Id.''R.''467e; of persons, [[tractable]], [[docile]], Id.''Lg.''730b; τὸ ἀγαθὸν εὐ. ὄν Porph.''Abst.''2.39; of a disease, [[easily yielding]], Hp.''Virg.''1; cf. [[εὐάνιος]]. Adv. [[εὐηνίως]] = [[patiently]], [[tractably]], Pl. ''Sph.''217d, Plu.2.9b; ζῆν Arr.''Epict.''4.7.12.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1067.png Seite 1067]] leicht zu zügeln, zu lenken; τὰ θεῶν ὀχήματα Plat. Phaedr. 247 b; ἐφ' ἵππων εὐηνιωτάτων Rep. V, 467 e; dem [[εὐπειθής]] entsprechend, Legg. IX, 880 a u. Sp.; bei Hippocr. = leicht zu heilen. – Adv., εὐηνίως καὶ ἀλύπως προσδιαλέγεσθαι, so daß man sich leicht leiten läßt, Plat. Soph. 217 c; εὐηνιώτατα, Antiph. bei VLL., εὖ ἔχοντα erkl.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1067.png Seite 1067]] leicht zu zügeln, zu lenken; τὰ θεῶν ὀχήματα Plat. Phaedr. 247 b; ἐφ' ἵππων εὐηνιωτάτων Rep. V, 467 e; dem [[εὐπειθής]] entsprechend, Legg. IX, 880 a u. Sp.; bei Hippocr. = leicht zu heilen. – Adv., εὐηνίως καὶ ἀλύπως προσδιαλέγεσθαι, so daß man sich leicht leiten läßt, Plat. Soph. 217 c; εὐηνιώτατα, Antiph. bei VLL., εὖ ἔχοντα erkl.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />docile au frein, facile à conduire ; <i>en parl. de pers.</i> docile, doux;<br /><i>Sp.</i> εὐηνιώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἡνία]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐήνιος:'''<br /><b class="num">1</b> [[слушающийся повода]], [[легко управляемый]], [[послушный]] (ὁχήματα, ἵπποι Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[кроткий]] ([[ἄνθρωπος]], [[ψυχή]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐήνιος''': -ον, ([[ἡνία]]) εὐπειθὴς εἰς τὰς ἡνίας, εὐχερῶς συρόμενος, ἅρμα Ἐμπεδ. 49· ὀχήματα Πλάτ. Φαῖδρ. 247Β· ἵπποι εὐηνιώτατοι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 467Ε· ἐπὶ προσώπων, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ 730Β· ἐπὶ νόσου, ἡ εὐκόλως ὑποχωροῦσα εἰς τὴν ἐνέργειαν τοῦ φαρμάκου, Ἱππ. 562, 50· πρβλ. [[εὐάνιος]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐήνιον· [[καλῶς]] ἡνιοχούμενον, ἐπὶ μηδενὶ ἀνιώμενον, πρᾶον». - Ἐπιρρ. -ως, εὐπειθῶς, Πλάτ. Σοφιστ. 217C, κτλ.
|lstext='''εὐήνιος''': -ον, ([[ἡνία]]) εὐπειθὴς εἰς τὰς ἡνίας, εὐχερῶς συρόμενος, ἅρμα Ἐμπεδ. 49· ὀχήματα Πλάτ. Φαῖδρ. 247Β· ἵπποι εὐηνιώτατοι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 467Ε· ἐπὶ προσώπων, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ 730Β· ἐπὶ νόσου, ἡ εὐκόλως ὑποχωροῦσα εἰς τὴν ἐνέργειαν τοῦ φαρμάκου, Ἱππ. 562, 50· πρβλ. [[εὐάνιος]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐήνιον· [[καλῶς]] ἡνιοχούμενον, ἐπὶ μηδενὶ ἀνιώμενον, πρᾶον». - Ἐπιρρ. -ως, εὐπειθῶς, Πλάτ. Σοφιστ. 217C, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />docile au frein, facile à conduire ; <i>en parl. de pers.</i> docile, doux;<br /><i>Sp.</i> εὐηνιώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἡνία]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐήνιος:''' -ον ([[ἡνία]]), [[υπάκουος]] στο [[χαλινάρι]], [[ευπειθής]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''εὐήνιος:''' -ον ([[ἡνία]]), [[υπάκουος]] στο [[χαλινάρι]], [[ευπειθής]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐήνιος:'''<br /><b class="num">1)</b> слушающийся повода, легко управляемый, послушный (ὁχήματα, ἵπποι Plat.);<br /><b class="num">2)</b> кроткий ([[ἄνθρωπος]], [[ψυχή]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 10:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐήνιος Medium diacritics: εὐήνιος Low diacritics: ευήνιος Capitals: ΕΥΗΝΙΟΣ
Transliteration A: euḗnios Transliteration B: euēnios Transliteration C: evinios Beta Code: eu)h/nios

English (LSJ)

εὐήνιον, (ἡνία) obedient to the rein, ἅρμα Emp.4.5; ὀχήματα Pl. Phdr.247b; ἵπποι -ώτατοι Id.R.467e; of persons, tractable, docile, Id.Lg.730b; τὸ ἀγαθὸν εὐ. ὄν Porph.Abst.2.39; of a disease, easily yielding, Hp.Virg.1; cf. εὐάνιος. Adv. εὐηνίως = patiently, tractably, Pl. Sph.217d, Plu.2.9b; ζῆν Arr.Epict.4.7.12.

German (Pape)

[Seite 1067] leicht zu zügeln, zu lenken; τὰ θεῶν ὀχήματα Plat. Phaedr. 247 b; ἐφ' ἵππων εὐηνιωτάτων Rep. V, 467 e; dem εὐπειθής entsprechend, Legg. IX, 880 a u. Sp.; bei Hippocr. = leicht zu heilen. – Adv., εὐηνίως καὶ ἀλύπως προσδιαλέγεσθαι, so daß man sich leicht leiten läßt, Plat. Soph. 217 c; εὐηνιώτατα, Antiph. bei VLL., εὖ ἔχοντα erkl.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
docile au frein, facile à conduire ; en parl. de pers. docile, doux;
Sp. εὐηνιώτατος.
Étymologie: εὖ, ἡνία.

Russian (Dvoretsky)

εὐήνιος:
1 слушающийся повода, легко управляемый, послушный (ὁχήματα, ἵπποι Plat.);
2 кроткий (ἄνθρωπος, ψυχή Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐήνιος: -ον, (ἡνία) εὐπειθὴς εἰς τὰς ἡνίας, εὐχερῶς συρόμενος, ἅρμα Ἐμπεδ. 49· ὀχήματα Πλάτ. Φαῖδρ. 247Β· ἵπποι εὐηνιώτατοι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 467Ε· ἐπὶ προσώπων, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ 730Β· ἐπὶ νόσου, ἡ εὐκόλως ὑποχωροῦσα εἰς τὴν ἐνέργειαν τοῦ φαρμάκου, Ἱππ. 562, 50· πρβλ. εὐάνιος. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐήνιον· καλῶς ἡνιοχούμενον, ἐπὶ μηδενὶ ἀνιώμενον, πρᾶον». - Ἐπιρρ. -ως, εὐπειθῶς, Πλάτ. Σοφιστ. 217C, κτλ.

Greek Monolingual

-ο (ΑΜ εὐήνιος, -ον)
1. ο υπάκουος στα ηνία, αυτός που κυβερνιέται εύκολα με χαλινάρι (α. «εὐήνια ὀχήματα» β. «ἵπποι εὐηνιώτατοι», Πλάτ.)
2. (για ανθρώπους) αυτός που χειραγωγείται εύκολα, ο εύπλαστος
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) εὐήνια
με υπακοή («ἵππον εὐήνια προποδίζοντα»)
(για νόσο) αυτή που υποχωρεί, που θεραπεύεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ηνίαι «ηνία»].

Greek Monotonic

εὐήνιος: -ον (ἡνία), υπάκουος στο χαλινάρι, ευπειθής, σε Πλάτ.

Middle Liddell

εὐ-ήνιος, ον ἡνία
obedient to the rein, tractable, Plat.

English (Woodhouse)

docile

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)