συμμονή: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=symmoni | |Transliteration C=symmoni | ||
|Beta Code=summonh/ | |Beta Code=summonh/ | ||
|Definition=ἡ, [[holding together]], [[coherence]], [[permanence]], [ | |Definition=ἡ, [[holding together]], [[coherence]], [[permanence]], [τοῦ κόσμου] Chrysipp.Stoic.2.173; [αἱ ψυχαὶ] τῷ σώματι συμμονῆς ἦσαν αἴτιαι ib. 321; [[holding together]] of the divine order, M.Ant.5.8; <b class="b3">σ. τῶν σπερμάτων</b> [[preservation]], Dsc.''Prooemia'' 9; [[living together]], Muson.''Fr.''13A p.68H.; in Gramm., [[close connection]], τῶν πτώσεων A.D.''Adv.''202.5. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:33, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, holding together, coherence, permanence, [τοῦ κόσμου] Chrysipp.Stoic.2.173; [αἱ ψυχαὶ] τῷ σώματι συμμονῆς ἦσαν αἴτιαι ib. 321; holding together of the divine order, M.Ant.5.8; σ. τῶν σπερμάτων preservation, Dsc.Prooemia 9; living together, Muson.Fr.13A p.68H.; in Gramm., close connection, τῶν πτώσεων A.D.Adv.202.5.
German (Pape)
[Seite 983] ἡ, das Zusammenbleiben, -leben; Plut. de stoic. repugn. 46; S. Emp. adv. phys. 1, 72.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
séjour en commun.
Étymologie: συμμένω.
Russian (Dvoretsky)
συμμονή: ἡ сплоченность, связность, сцепление Plut., Sext.
Greek (Liddell-Scott)
συμμονή: ἡ, τὸ παραμένειν ὁμοῦ, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1054F, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 72, κτλ.· τὸ ὁμοῦ ζῆν, Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 425. 20.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. παραμονή μαζί με κάποιον άλλο
2. γραμμ. άμεση σχέση
3. το να διατηρείται ή να διαφυλάσσεται κάτι μαζί με κάτι άλλο
4. το να περιέχεται ή να περιλαμβάνεται κάτι μέσα σε κάτι άλλο
5. συμβίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -μονή (< μένω), πρβλ. ἐμ-μονή, προσ-μονή.