ἐξεργαστικός: Difference between revisions
ὅσῳ διαφέρει σῦκα καρδάμων → as different as chalk from cheese, different as chalk from cheese, apples and oranges, like apples and oranges, by as much as cardamom is different from figs
(6_11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksergastikos | |Transliteration C=eksergastikos | ||
|Beta Code=e)cergastiko/s | |Beta Code=e)cergastiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐξεργαστική, ἐξεργαστικόν,<br><span class="bld">A</span> [[able to accomplish]], τινός [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''4.1.4 (in Sup.), Plb.15.37.1; τὸ ἐ. τοῦ λόγου [[diligent inquiry]], A.D.''Synt.''312.9.<br><span class="bld">II</span> Adv. [[ἐξεργαστικῶς]] = [[elaborately]], [[in detail]], Phld.''Rh.''1.156S., ''Piet.''19: Comp. ἐξεργαστικώτερον Corn. ''ND''35, A.D.''Synt.''282.10. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0877.png Seite 877]] ή, όν, zum Ausarbeiten, Vollenden geschickt, ὧν ἂν ἐγχειρῶσιν ἐξεργαστικώτατοι Xen. Mem. 4, 1, 4; Pol. 15, 37. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0877.png Seite 877]] ή, όν, zum Ausarbeiten, Vollenden geschickt, ὧν ἂν ἐγχειρῶσιν ἐξεργαστικώτατοι Xen. Mem. 4, 1, 4; Pol. 15, 37. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />propre à exécuter;<br /><i>Sp.</i> ἐξεργαστικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξεργάζομαι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξεργαστικός:''' [[способный совершить или довести до конца]] (τολμηρὸς καὶ τοῦ προτεθέντος ἐ. Polyb.; ἐρρωμενέστατοι ταῖς ψυχαῖς καὶ ἐξεργαστικώτατοι Xen.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξεργαστικός''': ή, ον, ἱκανὸς [[ὅπως]] κατορθώσῃ τι, τινος Ξεν. Ἀπομν. 4. 1, 4 (ἐν τῷ ὑπερθ.), Πολύβ. 15. 37, 1. -Ἐπίρρ. ἐκ τοῦ συγκριτ., ἐξεργαστικωτέρως, | |lstext='''ἐξεργαστικός''': ή, ον, ἱκανὸς [[ὅπως]] κατορθώσῃ τι, τινος Ξεν. Ἀπομν. 4. 1, 4 (ἐν τῷ ὑπερθ.), Πολύβ. 15. 37, 1. -Ἐπίρρ. ἐκ τοῦ συγκριτ., ἐξεργαστικωτέρως, μετὰ μείζονος ἐπεξεργασίας, Κορνοῦτος περὶ Θεῶν Φύσ. 32, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἐπιτετμημένως]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐξεργαστικός]], -ή, -όν (Α) [[εξεργασία]]<br /><b>1.</b> αυτός που δείχνει ζήλο για [[εξεργασία]] («ἐξεργαστικωτάτους ὧν ἄν ἐγχειρῶσι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐξεργαστικόν</i><br />η [[εκζήτηση]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐξεργαστικός:''' -ή, -όν, αυτός που είναι [[ικανός]] να κατορθώσει [[κάτι]], <i>τινος</i>, σε Ξεν. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἐξεργαστικός]], ή, όν [from [[ἐξεργάζομαι]] <i>adj</i><br />[[able]] to [[accomplish]], τινος Xen. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:33, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐξεργαστική, ἐξεργαστικόν,
A able to accomplish, τινός X.Mem.4.1.4 (in Sup.), Plb.15.37.1; τὸ ἐ. τοῦ λόγου diligent inquiry, A.D.Synt.312.9.
II Adv. ἐξεργαστικῶς = elaborately, in detail, Phld.Rh.1.156S., Piet.19: Comp. ἐξεργαστικώτερον Corn. ND35, A.D.Synt.282.10.
German (Pape)
[Seite 877] ή, όν, zum Ausarbeiten, Vollenden geschickt, ὧν ἂν ἐγχειρῶσιν ἐξεργαστικώτατοι Xen. Mem. 4, 1, 4; Pol. 15, 37.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à exécuter;
Sp. ἐξεργαστικώτατος.
Étymologie: ἐξεργάζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐξεργαστικός: способный совершить или довести до конца (τολμηρὸς καὶ τοῦ προτεθέντος ἐ. Polyb.; ἐρρωμενέστατοι ταῖς ψυχαῖς καὶ ἐξεργαστικώτατοι Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξεργαστικός: ή, ον, ἱκανὸς ὅπως κατορθώσῃ τι, τινος Ξεν. Ἀπομν. 4. 1, 4 (ἐν τῷ ὑπερθ.), Πολύβ. 15. 37, 1. -Ἐπίρρ. ἐκ τοῦ συγκριτ., ἐξεργαστικωτέρως, μετὰ μείζονος ἐπεξεργασίας, Κορνοῦτος περὶ Θεῶν Φύσ. 32, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐπιτετμημένως.
Greek Monolingual
ἐξεργαστικός, -ή, -όν (Α) εξεργασία
1. αυτός που δείχνει ζήλο για εξεργασία («ἐξεργαστικωτάτους ὧν ἄν ἐγχειρῶσι», Ξεν.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξεργαστικόν
η εκζήτηση.
Greek Monotonic
ἐξεργαστικός: -ή, -όν, αυτός που είναι ικανός να κατορθώσει κάτι, τινος, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἐξεργαστικός, ή, όν [from ἐξεργάζομαι adj
able to accomplish, τινος Xen.