Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐμπέραμος: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=emperamos
|Transliteration C=emperamos
|Beta Code=e)mpe/ramos
|Beta Code=e)mpe/ramos
|Definition=ον,= [[ἔμπειρος]], [[skilled in the use of]], νηῶν <span class="bibl">Call.<span class="title">Jov.</span>71</span>; πάσης ἐ. σοφίης <span class="title">IG</span>14.1957, cf.888 (Suessa), <span class="title">Arch.Anz.</span>1904.8 (Milet.): abs., ἐμπέραμος φώς Androm. ap. Gal.14.37:—also ἐμπείρᾰμος, Lyc. 1196, <span class="bibl">Man.4.536</span>, <span class="title">AP</span>10.14 (Agath.), <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>39.181</span>. Adv. ἐμπεράμως <span class="bibl">Call.<span class="title">Lav.Pall.</span>25</span>.
|Definition=ἐμπέραμον, = [[ἔμπειρος]], [[skilled in the use of]], νηῶν Call.''Jov.''71; πάσης ἐ. σοφίης ''IG''14.1957, cf.888 (Suessa), ''Arch.Anz.''1904.8 (Milet.): abs., ἐμπέραμος φώς Androm. ap. Gal.14.37:—also ἐμπείρᾰμος, Lyc. 1196, Man.4.536, ''AP''10.14 (Agath.), [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 39.181. Adv. [[ἐμπεράμως]] Call.''Lav.Pall.''25.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0812.png Seite 812]] = [[ἐμπείραμος]]; τινός, Call. Iov. 71; σοφίης Ep. ad. 715. 681 (App. 310. 354). – Adv., Call. lav. Pall. 25.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0812.png Seite 812]] = [[ἐμπείραμος]]; τινός, Call. Iov. 71; σοφίης Ep. ad. 715. 681 (App. 310. 354). – Adv., Call. lav. Pall. 25.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ἐμπείραμος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπέρᾰμος:''' Anth. = [[ἐμπείραμος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπέρᾰμος''': -ον, = [[ἔμπειρος]], [[ἔμπειρος]] ἐν τῇ χρήσει, [[νηῶν]] Καλλ. εἰς Δία 71· πάσης ἐμπ. σοφίης Ἀνθ. Π. παράρτ. 310, προλ. 354· [[ὡσαύτως]] ἐμπείρᾰμος Λυκόφρ. 1196, Ἀνθ. Π. 10. 14, Μανέθων, κλ.: - Ἐπίρρ. ἐμπεράμως, Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 25. Μετεγενεστέρα ποιητ. [[λέξις]].
|lstext='''ἐμπέρᾰμος''': -ον, = [[ἔμπειρος]], [[ἔμπειρος]] ἐν τῇ χρήσει, [[νηῶν]] Καλλ. εἰς Δία 71· πάσης ἐμπ. σοφίης Ἀνθ. Π. παράρτ. 310, προλ. 354· [[ὡσαύτως]] ἐμπείρᾰμος Λυκόφρ. 1196, Ἀνθ. Π. 10. 14, Μανέθων, κλ.: - Ἐπίρρ. ἐμπεράμως, Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 25. Μετεγενεστέρα ποιητ. [[λέξις]].
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ἐμπείραμος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμπέρᾰμος:''' -ον, = [[ἔμπειρος]], [[επιδέξιος]], [[έμπειρος]], [[ικανός]] στη [[χρήση]] ενός πράγματος, με γεν., σε Ανθ.· επίσης, ἐμπείρᾰμος, στον ίδ.
|lsmtext='''ἐμπέρᾰμος:''' -ον, = [[ἔμπειρος]], [[επιδέξιος]], [[έμπειρος]], [[ικανός]] στη [[χρήση]] ενός πράγματος, με γεν., σε Ανθ.· επίσης, ἐμπείρᾰμος, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπέρᾰμος:''' Anth. = [[ἐμπείραμος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐμπέρᾰμος, ον <i>adj</i> = [[ἔμπειρος]],]<br />[[skilled]] in the use of a [[thing]], c. gen., Anth.; also ἐμπείρᾰμος, Anth.
|mdlsjtxt=ἐμπέρᾰμος, ον <i>adj</i> = [[ἔμπειρος]],]<br />[[skilled]] in the use of a [[thing]], c. gen., Anth.; also ἐμπείρᾰμος, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 10:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπέρᾰμος Medium diacritics: ἐμπέραμος Low diacritics: εμπέραμος Capitals: ΕΜΠΕΡΑΜΟΣ
Transliteration A: empéramos Transliteration B: emperamos Transliteration C: emperamos Beta Code: e)mpe/ramos

English (LSJ)

ἐμπέραμον, = ἔμπειρος, skilled in the use of, νηῶν Call.Jov.71; πάσης ἐ. σοφίης IG14.1957, cf.888 (Suessa), Arch.Anz.1904.8 (Milet.): abs., ἐμπέραμος φώς Androm. ap. Gal.14.37:—also ἐμπείρᾰμος, Lyc. 1196, Man.4.536, AP10.14 (Agath.), Nonn. D. 39.181. Adv. ἐμπεράμως Call.Lav.Pall.25.

Spanish (DGE)

(ἐμπέρᾰμος) -ον
• Alolema(s): ἐμπειρ- IPerinthos 214.1 (I/II d.C.), Lyc.1196, Man.4.536, AP 10.14 (Agath.), Nonn.D.39.181
1 experto, experimentado, buen conocedor c. gen. νεῶν Call.Iou.71, cf. AP l.c., Εἰαονίης ἐ. σοφίης IG 14.888 (Campania III d.C.), παῖδα ... γυμνασίων ἐμπείραμον Ἑρμάωνος IPerinthos l.c., πάλης Lyc.l.c., ὑσμίνης Nonn.l.c., δημοσίων τελέων ἐμπείραμον ἦθος ἔχοντες Man.l.c., abs. φώς Androm.77
subst. οἱ ἐμπέραμοι hombres diestros en su oficio Orác. en Milet 6(2).935.9 (II/III d.C.).
2 adv. -ως de modo experto ἐτρίψατο Call.Lau.Pall.25.

German (Pape)

[Seite 812] = ἐμπείραμος; τινός, Call. Iov. 71; σοφίης Ep. ad. 715. 681 (App. 310. 354). – Adv., Call. lav. Pall. 25.

French (Bailly abrégé)

c. ἐμπείραμος.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπέρᾰμος: Anth. = ἐμπείραμος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπέρᾰμος: -ον, = ἔμπειρος, ἔμπειρος ἐν τῇ χρήσει, νηῶν Καλλ. εἰς Δία 71· πάσης ἐμπ. σοφίης Ἀνθ. Π. παράρτ. 310, προλ. 354· ὡσαύτως ἐμπείρᾰμος Λυκόφρ. 1196, Ἀνθ. Π. 10. 14, Μανέθων, κλ.: - Ἐπίρρ. ἐμπεράμως, Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 25. Μετεγενεστέρα ποιητ. λέξις.

Greek Monolingual

ἐμπέραμος και ἐμπείραμος, -ον (Α)
έμπειρος.

Greek Monotonic

ἐμπέρᾰμος: -ον, = ἔμπειρος, επιδέξιος, έμπειρος, ικανός στη χρήση ενός πράγματος, με γεν., σε Ανθ.· επίσης, ἐμπείρᾰμος, στον ίδ.

Middle Liddell

ἐμπέρᾰμος, ον adj = ἔμπειρος,]
skilled in the use of a thing, c. gen., Anth.; also ἐμπείρᾰμος, Anth.