μονότονος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=monotonos
|Transliteration C=monotonos
|Beta Code=mono/tonos
|Beta Code=mono/tonos
|Definition=ον, (<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> τόνος 11.2) [[of one tone]] in music, [[uniform]], [[monotonous]]. Adv. -νως Longin.34.2. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> metaph., [[obstinate]], <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>163</span>; [[steady]], <span class="bibl">Heph.Astr.1.1</span>; expld. by <b class="b3">μόνος ὤν, ὑπάρχων, μονομάχος</b>, Hsch.</span>
|Definition=μονότονον,<br><span class="bld">A</span> ([[τόνος]] ΙΙ.2) [[of one tone]] in music, [[uniform]], [[monotonous]]. Adv. [[μονοτόνως]] Longin.34.2.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[obstinate]], Ptol.''Tetr.''163; [[steady]], Heph.Astr.1.1; expld. by <b class="b3">μόνος ὤν, ὑπάρχων, μονομάχος</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μονότονος]], -ον)<br />αυτός που αποτελείται από έναν και τον αυτό μουσικό τόνο, [[ομοιόμορφος]], που έχει διαρκώς έναν και μόνο τόνο, που δεν έχει ηχητική [[ποικιλία]]·|| <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για ύφος λόγου) <b>μτφ.</b> αυτός που [[είναι]] υπερβολικά [[ομοιόμορφος]], που στερείται [[κάθε]] περιγραφικής [[ποικιλίας]] και πρωτοτυπίας («μονότονο [[μυθιστόρημα]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ανιαρός]], [[πληκτικός]] («μονότονη ζωή»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επίμονος]], [[αμετάπειστος]], [[ισχυρογνώμων]]<br /><b>2.</b> [[σταθερός]], [[ακλόνητος]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μόνος]] ὤν, ὑπάρχων, [[μονομάχος]]». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μονοτόνως</i> και <i>μονότονα</i> (Α μονοτόνως)<br />με μονότονο τρόπο, [[χωρίς]] [[ποικιλία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ανιαρά, [[πληκτικά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τόνος]].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μονότονος]], -ον)<br />αυτός που αποτελείται από έναν και τον αυτό μουσικό τόνο, [[ομοιόμορφος]], που έχει διαρκώς έναν και μόνο τόνο, που δεν έχει ηχητική [[ποικιλία]]·|| <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για ύφος λόγου) <b>μτφ.</b> αυτός που [[είναι]] υπερβολικά [[ομοιόμορφος]], που στερείται [[κάθε]] περιγραφικής [[ποικιλίας]] και πρωτοτυπίας («μονότονο [[μυθιστόρημα]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ανιαρός]], [[πληκτικός]] («μονότονη ζωή»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επίμονος]], [[αμετάπειστος]], [[ισχυρογνώμων]]<br /><b>2.</b> [[σταθερός]], [[ακλόνητος]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μόνος]] ὤν, ὑπάρχων, [[μονομάχος]]». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μονοτόνως</i> και <i>μονότονα</i> (Α μονοτόνως)<br />με μονότονο τρόπο, [[χωρίς]] [[ποικιλία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ανιαρά, [[πληκτικά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τόνος]].
}}
}}

Latest revision as of 10:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονότονος Medium diacritics: μονότονος Low diacritics: μονότονος Capitals: ΜΟΝΟΤΟΝΟΣ
Transliteration A: monótonos Transliteration B: monotonos Transliteration C: monotonos Beta Code: mono/tonos

English (LSJ)

μονότονον,
A (τόνος ΙΙ.2) of one tone in music, uniform, monotonous. Adv. μονοτόνως Longin.34.2.
II metaph., obstinate, Ptol.Tetr.163; steady, Heph.Astr.1.1; expld. by μόνος ὤν, ὑπάρχων, μονομάχος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 205] eintönig, von einerlei Ton, übh. einförmig, Gramm. u. Rhett. – Auch adv. μονοτόνως, Longin. 34, 2.

Greek (Liddell-Scott)

μονότονος: -ον, (τόνος ΙΙ. 2) ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ μουσικοῦ τόνου, ὁμοιόμορφος, μονότονος. - Ἐπίρρ. -νως, Λογγῖν. 34. 2. ΙΙ. μεταφορ., ἰσχυρογνώμων, Γλωσσ.· ἐντεῦθεν, μονοτονέω, ἴδε τὴν λέξιν.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ μονότονος, -ον)
αυτός που αποτελείται από έναν και τον αυτό μουσικό τόνο, ομοιόμορφος, που έχει διαρκώς έναν και μόνο τόνο, που δεν έχει ηχητική ποικιλία·