ἑξαετής: Difference between revisions

From LSJ

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393
(5)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksaetis
|Transliteration C=eksaetis
|Beta Code=e(caeth/s
|Beta Code=e(caeth/s
|Definition=ές, or ἑξᾰ-έτης, ες, (ἔτος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">six years old</b>, IG3.1336, <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>983.18</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>19.9.1</span>, etc.:—fem. ἑξᾰ-έτις, ιδος, <span class="bibl">Theoc.14.33</span> (v.l.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">of six years</b>, χρόνος <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pyrrh.</span> 26</span>. Adv. ἑξάετες <b class="b2">for six years</b>, <span class="bibl">Od.3.115</span>; cf. <b class="b3">ἑξέτης</b>.</span>
|Definition=ἑξαετές, or [[ἑξαέτης]], ες, ([[ἔτος]])<br><span class="bld">A</span> [[six years old]], IG3.1336, ''BGU''983.18, J.''AJ''19.9.1, etc.:—fem. [[ἑξαέτις]], -ιδος, Theoc.14.33 ([[varia lectio|v.l.]]).<br><span class="bld">II</span> [[of six years]], [[χρόνος]] Plu.''Pyrrh.'' 26. Adv. [[ἑξάετες]] [[for six years]], Od.3.115; cf. [[ἑξέτης]].
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui dure six ans ; <i>adv.</i> • [[ἑξάετες]] OD pendant six ans.<br />'''Étymologie:''' [[ἕξ]], [[ἔτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἑξαετής:''' [[шестилетний]] ([[χρόνος]] Plut.).
}}
{{ls
|lstext='''ἑξᾰετής''': -ές, ἢ -έτης, ες, ([[ἔτος]]), ἔχων ἡλικίαν ἓξ ἐτῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 1003: θηλ. ἑξαέτις, ῐδος, Θεόκρ. 14. 33. ΙΙ. ἀποτελούμενος ἐξ ἐτῶν ἕξ, Πλουτ. Πύρρ. 26: - Ἐπίρρ. ἑξάετες, ἐπὶ ἓξ ἔτη, ἐπὶ ἑξαετίαν, ἑξάετες παραμίμνων Ὀδ. Γ. 115. Πρβλ. [[ἑξέτης]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἑξαέτης]], -ες (Α)<br />[[εξαετής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξα</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>ἕξ</i> ([[πρβλ]]. [[εξάγραμμα]]) <span style="color: red;">+</span> -[[έτης]] <span style="color: red;"><</span> [[έτος]]].<br />-ές (θηλ. και εξαέτις) (AM [[ἑξαετής]], -ες<br />Α και [[ἑξαέτης]], -ες<br />AM θηλ. [[ἑξαέτις]])<br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί έξι [[χρόνια]] («[[εξαετής]] [[πόλεμος]], [[συμμαχία]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[ηλικία]] έξι ετών<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) [[ἑξάετες]]<br />επί έξι [[χρόνια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξα</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>ἕξ</i> ([[πρβλ]]. [[εξάγραμμα]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ετής</i> <span style="color: red;"><</span> [[έτος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἑξαετής:''' -ές ή -[[έτης]], -ες ([[ἔτος]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που είναι έξι ετών (ηλικιακά)· θηλ. ἐξαέτις, <i>-ιδος</i>, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που αποτελείται από έξι χρόνια, [[χρόνος]], σε Πλούτ., — επίρρ. [[ἑξάετες]], για έξι χρόνια (για μια [[εξαετία]]), σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἑξα-ετής, ές <i>adj</i> <i>adj</i> <i>n</i> [[ἔτος]]<br /><b class="num">I.</b> six years old: fem. [[ἑξαέτις]], Theocr.<br /><b class="num">II.</b> of six years, [[χρόνος]] Plut.:—adv., [[ἑξάετες]], for six years, Od.
}}
}}

Latest revision as of 10:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑξᾰετής Medium diacritics: ἑξαετής Low diacritics: εξαετής Capitals: ΕΞΑΕΤΗΣ
Transliteration A: hexaetḗs Transliteration B: hexaetēs Transliteration C: eksaetis Beta Code: e(caeth/s

English (LSJ)

ἑξαετές, or ἑξαέτης, ες, (ἔτος)
A six years old, IG3.1336, BGU983.18, J.AJ19.9.1, etc.:—fem. ἑξαέτις, -ιδος, Theoc.14.33 (v.l.).
II of six years, χρόνος Plu.Pyrrh. 26. Adv. ἑξάετες for six years, Od.3.115; cf. ἑξέτης.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui dure six ans ; adv. • ἑξάετες OD pendant six ans.
Étymologie: ἕξ, ἔτος.

Russian (Dvoretsky)

ἑξαετής: шестилетний (χρόνος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἑξᾰετής: -ές, ἢ -έτης, ες, (ἔτος), ἔχων ἡλικίαν ἓξ ἐτῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 1003: θηλ. ἑξαέτις, ῐδος, Θεόκρ. 14. 33. ΙΙ. ἀποτελούμενος ἐξ ἐτῶν ἕξ, Πλουτ. Πύρρ. 26: - Ἐπίρρ. ἑξάετες, ἐπὶ ἓξ ἔτη, ἐπὶ ἑξαετίαν, ἑξάετες παραμίμνων Ὀδ. Γ. 115. Πρβλ. ἑξέτης.

Greek Monolingual

ἑξαέτης, -ες (Α)
εξαετής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + -έτης < έτος].
-ές (θηλ. και εξαέτις) (AM ἑξαετής, -ες
Α και ἑξαέτης, -ες
AM θηλ. ἑξαέτις)
1. αυτός που διαρκεί έξι χρόνιαεξαετής πόλεμος, συμμαχία»)
2. αυτός που έχει ηλικία έξι ετών
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) ἑξάετες
επί έξι χρόνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + -ετής < έτος].

Greek Monotonic

ἑξαετής: -ές ή -έτης, -ες (ἔτος),
I. αυτός που είναι έξι ετών (ηλικιακά)· θηλ. ἐξαέτις, -ιδος, σε Θεόκρ.
II. αυτός που αποτελείται από έξι χρόνια, χρόνος, σε Πλούτ., — επίρρ. ἑξάετες, για έξι χρόνια (για μια εξαετία), σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ἑξα-ετής, ές adj adj n ἔτος
I. six years old: fem. ἑξαέτις, Theocr.
II. of six years, χρόνος Plut.:—adv., ἑξάετες, for six years, Od.