διακριτέον: Difference between revisions
Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ → I've been nailed to the cross with the Anointed One. But I live, no longer as me; it's the Anointed One who lives in me! The life that I'm now living in the flesh, I'm living in the Faith of the son of God, who loved me and gave himself over for my sake. (Galatians 2:20)
(6_20) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diakriteon | |Transliteration C=diakriteon | ||
|Beta Code=diakrite/on | |Beta Code=diakrite/on | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[one must decide]], D.L.9.92: pl. -έα Th.1.86.<br><span class="bld">2</span> [[one must distinguish]], Dsc.5.106, Porph.''Abst.''2.50, Iamb.''Myst.''2.2: Adj. [[διακριτέος]], διακριτέα, διακριτέον, [[to be distinguished]], Philostr.''Gym.''33.<br><span class="bld">3</span> [[one must separate]], Sor.2.89. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[hay que decidir]] οὐδὲ δίκαις καὶ λόγοις διακριτέα μὴ λόγῳ καὶ αὐτοὺς βλαπτομένους Th.1.86.<br /><b class="num">2</b> [[hay que distinguir]] ὃν δ. τῷ τῆς γεύσεως κριτηρίῳ Dsc.5.106, cf. D.L.9.92, δ. ταῦτα ἀπ' ἀλλήλων Iambl.<i>Myst</i>.2.2, περὶ ἑκάστου πράγματος τῆς οὐσίας τὰ συμβεβηκότα δ. Clem.Al.<i>Strom</i>.6.17.150.<br /><b class="num">II</b> medic.<br /><b class="num">1</b> [[hay que diagnosticar]] τὸ ... ῥαφανηδὸν γινόμενον κάταγμα Sor.<i>Fract</i>.156.37, αὐτὰ τοῖς ἐφεξῆς εἰρησομένοις σημείοις Paul.Aeg.6.113.<br /><b class="num">2</b> [[hay que separar]], [[hay que amputar]] τὴν πρόσφυσιν Sor.152.18. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>et plur.</i> διακριτέα;<br /><i>adj. verb. de</i> [[διακρίνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διακριτέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ διακρίνειν, Διοσκ. 5.123, Διογ. Λαέρτ. 9.92· ἢ διακριτέα Θουκ. 1. 86. | |lstext='''διακριτέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ διακρίνειν, Διοσκ. 5.123, Διογ. Λαέρτ. 9.92· ἢ διακριτέα Θουκ. 1. 86. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διακριτέον:''' ή -έα, ρημ. επίθ. του [[διακρίνω]], πρέπει [[κάποιος]] να αποφασίσει, σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:36, 25 August 2023
English (LSJ)
A one must decide, D.L.9.92: pl. -έα Th.1.86.
2 one must distinguish, Dsc.5.106, Porph.Abst.2.50, Iamb.Myst.2.2: Adj. διακριτέος, διακριτέα, διακριτέον, to be distinguished, Philostr.Gym.33.
3 one must separate, Sor.2.89.
Spanish (DGE)
I 1hay que decidir οὐδὲ δίκαις καὶ λόγοις διακριτέα μὴ λόγῳ καὶ αὐτοὺς βλαπτομένους Th.1.86.
2 hay que distinguir ὃν δ. τῷ τῆς γεύσεως κριτηρίῳ Dsc.5.106, cf. D.L.9.92, δ. ταῦτα ἀπ' ἀλλήλων Iambl.Myst.2.2, περὶ ἑκάστου πράγματος τῆς οὐσίας τὰ συμβεβηκότα δ. Clem.Al.Strom.6.17.150.
II medic.
1 hay que diagnosticar τὸ ... ῥαφανηδὸν γινόμενον κάταγμα Sor.Fract.156.37, αὐτὰ τοῖς ἐφεξῆς εἰρησομένοις σημείοις Paul.Aeg.6.113.
2 hay que separar, hay que amputar τὴν πρόσφυσιν Sor.152.18.
French (Bailly abrégé)
et plur. διακριτέα;
adj. verb. de διακρίνω.
Greek (Liddell-Scott)
διακριτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ διακρίνειν, Διοσκ. 5.123, Διογ. Λαέρτ. 9.92· ἢ διακριτέα Θουκ. 1. 86.
Greek Monotonic
διακριτέον: ή -έα, ρημ. επίθ. του διακρίνω, πρέπει κάποιος να αποφασίσει, σε Θουκ.