σπληνίον: Difference between revisions
ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=splinion | |Transliteration C=splinion | ||
|Beta Code=splhni/on | |Beta Code=splhni/on | ||
|Definition=τό, < | |Definition=τό,<br><span class="bld">A</span> [[pad]] or [[compress]] of [[linen]] laid on a [[wound]], Hp.''Fract.''27, Philem.113.<br><span class="bld">II</span> = [[ἄσπληνος]] (v. [[ἄσπληνον]] ''1''), Dsc.3.134;= [[ἡμιονῖτις]], ib.135; = [[περικλύμενον]], Id.4.14; = [[κυνόγλωσσος|κυνόγλωσσον]], Ps.-Dsc.4.127.—On the accent, v. Hdn.Gr.1.360. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 10:36, 25 August 2023
English (LSJ)
τό,
A pad or compress of linen laid on a wound, Hp.Fract.27, Philem.113.
II = ἄσπληνος (v. ἄσπληνον 1), Dsc.3.134;= ἡμιονῖτις, ib.135; = περικλύμενον, Id.4.14; = κυνόγλωσσον, Ps.-Dsc.4.127.—On the accent, v. Hdn.Gr.1.360.
Greek (Liddell-Scott)
σπληνίον: τό, ἐπίδεσμος ἢ πτύγμα ἐκ λίνου βεβαμμένον εἰς φάρμακον ἢ ἀληλιμμένον μὲ ἀλοιφὴν κ. τ. τ. πρὸς ἐπίθεσιν ἐπὶ πληγῆς, κατάπλασμα, Ἱππ. Ἀγμ. 769, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 25· πρβλ, Foës. Oecon. Hipp. ἐν λέξ. σπλήν. ΙΙ. φυτὸν τι ἐκ τοῦ εἴδους τῆς πτερίδος, spleenwort, = ἀσπλήνιον, Διοσκ. 3. 151. - Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Θεόγνωστ. 123. 20.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπληνίον -ου, τό [σπλήν] kompres, drukverband.
Greek Monolingual
το / σπληνίον, ΝΜΑ σπλήν, -ηνός]
τεμάχιο διπλωμένης αποστειρωμένης γάζας που χρησιμοποιείται για αποσπόγγιση, αιμόσταση και επικάλυψη τραυμάτων
νεοελλ.
φρ. «σπληνίο μεσολοβίου»
ανατ. το πίσω άκρο του μεσολοβίου ανάμεσα στα δύο ημισφαίρια του εγκεφάλου
αρχ.
ονομασία των φυτών ἀσπλήνιον, ἡμιονῑτις, κυνόγλωσσο, περικλύμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπλήν, σπληνός. Ο τ. με τη νεοελλ. του σημ. είναι αντιδάνειος, πρβλ. αγγλ. splenium].