ἐπιστρεπτικός: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epistreptikos
|Transliteration C=epistreptikos
|Beta Code=e)pistreptiko/s
|Beta Code=e)pistreptiko/s
|Definition=ή, όν, [[reflexive]], [[capable of returning]] to its source, δύναμις <span class="bibl">Procl.<span class="title">in Prm.</span> p.607S.</span>; ἐ. πρὸς ἑαυτό <span class="bibl">Id.<span class="title">Inst.</span>15</span>; <b class="b3">κλητικὸν εἰς ἑαυτὸ καὶ ἐ</b>. Herm. [[in]] <span class="title">Phdr.</span>p.65A.: Comp., <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>77</span>. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> ib.<span class="bibl">221</span>:—also as gloss on [[ἐπιστροφάδην]], <span class="bibl">Eust.1956.49</span>.
|Definition=ἐπιστρεπτική, ἐπιστρεπτικόν, [[reflexive]], [[capable of returning]] to its source, δύναμις Procl.''in Prm.'' p.607S.; ἐ. πρὸς ἑαυτό Id.''Inst.''15; <b class="b3">κλητικὸν εἰς ἑαυτὸ καὶ ἐ.</b> Herm. in ''Phdr.''p.65A.: Comp., Dam.''Pr.''77. Adv. [[ἐπιστρεπτικῶς]] ib.221:—also as ''Glossaria'' on [[ἐπιστροφάδην]], Eust.1956.49.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστρεπτικός Medium diacritics: ἐπιστρεπτικός Low diacritics: επιστρεπτικός Capitals: ΕΠΙΣΤΡΕΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epistreptikós Transliteration B: epistreptikos Transliteration C: epistreptikos Beta Code: e)pistreptiko/s

English (LSJ)

ἐπιστρεπτική, ἐπιστρεπτικόν, reflexive, capable of returning to its source, δύναμις Procl.in Prm. p.607S.; ἐ. πρὸς ἑαυτό Id.Inst.15; κλητικὸν εἰς ἑαυτὸ καὶ ἐ. Herm. in Phdr.p.65A.: Comp., Dam.Pr.77. Adv. ἐπιστρεπτικῶς ib.221:—also as Glossaria on ἐπιστροφάδην, Eust.1956.49.

German (Pape)

[Seite 985] ή, όν, was bewirkt, daß man in sich geht, sich ändert, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστρεπτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν νὰ κάμῃ τινὰ νὰ συνέλθῃ, Εὐστ. Πονημ. 121. 79. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ἐπιστροφάδην, αὐτόθι, 74. 4. 2) ἐπ. πρὸς ἑαυτό, ἱκανὸν νὰ στρέψῃ πρὸς ἑαυτό, Πρόκλ. Στοιχείωσις Θεόλ. 15.

Greek Monolingual

ἐπιστρεπτικός, -ή, -όν (AM) επιστρέφω
αυτός που έχει τη δύναμη να επιστρέψει, να αλλάξει κατεύθυνση
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιστρεπτικόν
αλλαγή κατεύθυνσης, επιστροφή
μσν.
αυτός που συντελεί ώστε να μετανοήσει κάποιοςἔνθα μὲν φίλος ἐλέγχει, ἐκεῖ πάντως καὶ ἡδὺς ὁ ἔλεγχος καί... ἐπιστρεπτικός», Ευστ.).