εὔπλοος: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eyploos
|Transliteration C=eyploos
|Beta Code=eu)/ploos
|Beta Code=eu)/ploos
|Definition=ον, contr. εὔπλους, ουν, (πλέω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[good for sailing]], [[fair]], [[seaworthy]], <b class="b3">εὔ. πλόος</b>, = [[εὔπλοια]], <span class="bibl">Erinn.1</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> of a person, [[having a fair voyage]], εὔπλοος ὅρμον ἵκοιτο <span class="bibl">Theoc.7.62</span> (-πλοον codd.), cf. <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>665 ii 7</span> (i A. D.).</span>
|Definition=εὔπλοον, contr. [[εὔπλους]], εὔπλουν, ([[πλέω]])<br><span class="bld">A</span> [[good for sailing]], [[fair]], [[seaworthy]], <b class="b3">εὔπλοος πλόος</b>, = [[εὔπλοια]], Erinn.1.<br><span class="bld">II</span> of a person, [[having a fair voyage]], εὔπλοος ὅρμον ἵκοιτο Theoc.7.62 (-πλοον codd.), cf. ''BGU''665 ii 7 (i A. D.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔπλοος:''' -ον ([[πλέω]]), [[καλός]] για ιστιοπλοΐα, [[ευνοϊκός]] στο [[ταξίδι]], <i>εὔπλοον ὅρμον ἵκοιτο</i>, [[μακάρι]] να φθάσει σε φιλικό [[λιμάνι]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''εὔπλοος:''' -ον ([[πλέω]]), [[καλός]] για ιστιοπλοΐα, [[ευνοϊκός]] στο [[ταξίδι]], <i>εὔπλοον ὅρμον ἵκοιτο</i>, [[μακάρι]] να φθάσει σε φιλικό [[λιμάνι]], σε Θεόκρ.
}}
}}

Latest revision as of 10:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔπλοος Medium diacritics: εὔπλοος Low diacritics: εύπλοος Capitals: ΕΥΠΛΟΟΣ
Transliteration A: eúploos Transliteration B: euploos Transliteration C: eyploos Beta Code: eu)/ploos

English (LSJ)

εὔπλοον, contr. εὔπλους, εὔπλουν, (πλέω)
A good for sailing, fair, seaworthy, εὔπλοος πλόος, = εὔπλοια, Erinn.1.
II of a person, having a fair voyage, εὔπλοος ὅρμον ἵκοιτο Theoc.7.62 (-πλοον codd.), cf. BGU665 ii 7 (i A. D.).

German (Pape)

[Seite 1089] zsgzgn, -πλους, glücklich schiffend, πλόος Corinna Ath. VII, 283 c; εὔπλουν ὅρμον ἵκοιτο Theocr. 7, 62.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
qui navigue heureusement.
Étymologie: εὖ, πλέω.

Russian (Dvoretsky)

εὔπλοος: стяж. εὔπλους 2 благоприятный для мореходов (ὅρμος Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔπλοος: -ον, συνῃρ. -πλους, ουν, (πλέω) καλὸς διὰ πλοῦν, εὔπ. πλόος, = εὔπλοια, Ἤριννα 2· ὤρια πάντα γένοιτο, καὶ εὔπλοον ὅρμον ἵκοιτο, εἴθε νὰ γίνωσιν αὐτῷ πάντα εὐδιεινὰ καὶ νὰ φθάσῃ εἰς φιλικὸν λιμένα (εἰ μὴ ἀναγνωστέον εὔπλοος), Θεόκρ. 7. 62.

Greek Monotonic

εὔπλοος: -ον (πλέω), καλός για ιστιοπλοΐα, ευνοϊκός στο ταξίδι, εὔπλοον ὅρμον ἵκοιτο, μακάρι να φθάσει σε φιλικό λιμάνι, σε Θεόκρ.