ἰξευτής: Difference between revisions
αἱ δεύτεραί πως φροντίδες σοφώτεραι → somehow second thoughts are wiser, the second thoughts are invariably wiser, second thoughts are best
(c2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ikseftis | |Transliteration C=ikseftis | ||
|Beta Code=i)ceuth/s | |Beta Code=i)ceuth/s | ||
|Definition= | |Definition=ἰξευτοῦ, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[fowler]], [[birdcatcher]], Lyc.105, [[LXX]] ''Am.''8.1, ''AP''9.824 (Eryc.), ''Cat.Cod.Astr.''1.166, Apollod.''Poliorc.''152.2, Porph.''Abst.''1.53; ἰ. κῶρος Bion''Fr.''9.<br><span class="bld">II</span> as adjective, [[catching with birdlime]], ἰ. κάλαμοι ''AP''6.152 (Agis). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1255.png Seite 1255]] ὁ, dasselbe; Lycophr. 105; Eryc. 5 (IX, 824); auch adj., κάλαμοι Agis ep. (VI, 152). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1255.png Seite 1255]] ὁ, dasselbe; Lycophr. 105; Eryc. 5 (IX, 824); auch adj., κάλαμοι Agis ep. (VI, 152). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>adj. m.</i><br />qui prend avec de la glu ; <i>subst.</i> ὁ [[ἰξευτής]] oiseleur qui chasse à la glu.<br />'''Étymologie:''' [[ἰξεύω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰξευτής:''' οῦ adj. m ловящий птиц с помощью клея, т. е. птицеловный (κάλαμοι Anth.).<br />οῦ ὁ [[птицелов]] (ἰξευταὶ λαθροβόλῳ δόνακι Anth.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἰξευτής''': -οῦ, ὁ, ([[ἰξεύω]]) ὡς τὸ [[ἰξευτήρ]], ὁ συλλαμβάνων πτηνὰ διὰ τοῦ ἰξοῦ, [[ὀρνιθοθήρας]], ἰξευτὰς [[κῶρος]] Βίων 2.1, πρβλ. Λυκόφρ. 105, Ἀνθ. Π. 9. 822. - Κάθ’ Ἡσύχ.: «[[ἰξευτής]]· στρουθοπιάστης». ΙΙ. ὡς ἐπίθ., [[ἰξευτικός]], ἰξευταῖς καλάμοις [[αὐτόθι]] 6. 152. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, θηλ. [[ιξεύτρια]] (Α [[ἰξευτής]], δωρ. τ. ἰξευτάς, θηλ. [[ἰξεύτρια]]) [[ιξεύω]]<br />αυτός που συλλαμβάνει πτηνά με [[ιξόβεργα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> [[ιξευτικός]] («σὺν ἰξευταῖς καλάμοις»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> ἡ [[ἰξεύτρια]]<br />α) επίθ. της Τύχης<br />β) [[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας [[καρυοφυλλίδες]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἰξευτής:''' -οῦ, ὁ ([[ἰξεύω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[κυνηγός]] πουλιών, αυτός που πιάνει πουλιά με ξώβεργες, [[ορνιθοθήρας]], σε Βίωνα, Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., αυτός που πιάνει πουλιά με ξώβεργες, [[ιξευτικός]], στο ίδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἰξευτής]], οῦ, [[ἰξεύω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[fowler]], [[bird]]-catcher, [[Bion]]., Anth.<br /><b class="num">II.</b> as adj. [[catching]] with birdlime, Anth. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:38, 25 August 2023
English (LSJ)
ἰξευτοῦ, ὁ,
A fowler, birdcatcher, Lyc.105, LXX Am.8.1, AP9.824 (Eryc.), Cat.Cod.Astr.1.166, Apollod.Poliorc.152.2, Porph.Abst.1.53; ἰ. κῶρος BionFr.9.
II as adjective, catching with birdlime, ἰ. κάλαμοι AP6.152 (Agis).
German (Pape)
[Seite 1255] ὁ, dasselbe; Lycophr. 105; Eryc. 5 (IX, 824); auch adj., κάλαμοι Agis ep. (VI, 152).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
adj. m.
qui prend avec de la glu ; subst. ὁ ἰξευτής oiseleur qui chasse à la glu.
Étymologie: ἰξεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἰξευτής: οῦ adj. m ловящий птиц с помощью клея, т. е. птицеловный (κάλαμοι Anth.).
οῦ ὁ птицелов (ἰξευταὶ λαθροβόλῳ δόνακι Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰξευτής: -οῦ, ὁ, (ἰξεύω) ὡς τὸ ἰξευτήρ, ὁ συλλαμβάνων πτηνὰ διὰ τοῦ ἰξοῦ, ὀρνιθοθήρας, ἰξευτὰς κῶρος Βίων 2.1, πρβλ. Λυκόφρ. 105, Ἀνθ. Π. 9. 822. - Κάθ’ Ἡσύχ.: «ἰξευτής· στρουθοπιάστης». ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἰξευτικός, ἰξευταῖς καλάμοις αὐτόθι 6. 152.
Greek Monolingual
ο, θηλ. ιξεύτρια (Α ἰξευτής, δωρ. τ. ἰξευτάς, θηλ. ἰξεύτρια) ιξεύω
αυτός που συλλαμβάνει πτηνά με ιξόβεργα
αρχ.
1. ως επίθ. ιξευτικός («σὺν ἰξευταῖς καλάμοις»)
2. το θηλ. ἡ ἰξεύτρια
α) επίθ. της Τύχης
β) γένος φυτών της οικογένειας καρυοφυλλίδες.
Greek Monotonic
ἰξευτής: -οῦ, ὁ (ἰξεύω)·
I. κυνηγός πουλιών, αυτός που πιάνει πουλιά με ξώβεργες, ορνιθοθήρας, σε Βίωνα, Ανθ.
II. ως επίθ., αυτός που πιάνει πουλιά με ξώβεργες, ιξευτικός, στο ίδ.
Middle Liddell
ἰξευτής, οῦ, ἰξεύω
I. a fowler, bird-catcher, Bion., Anth.
II. as adj. catching with birdlime, Anth.