Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λῶρος: Difference between revisions

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance

Hippocrates
(23)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=loros
|Transliteration C=loros
|Beta Code=lw=ros
|Beta Code=lw=ros
|Definition=ὁ, = Lat. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">lorum, thong</b>, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>724</span>, Moer.<span class="bibl">p.195</span> P., Pall. <b class="b2">in Hp.Fract</b>.<span class="bibl">12.278</span> C., <span class="bibl">Steph. <span class="title">in Hp.</span>1.211</span> D. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = [[χρυσήλατος ἐπωμίς]], Lyd.<span class="title">Mag.</span>2.2. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b2">arch</b>, οἱ λῶροι καλούμενοι τοῦ νεώ <span class="bibl">Procop.<span class="title">Aed.</span>1.1</span>.</span>
|Definition=ὁ, = Lat.<br><span class="bld">A</span> [[lorum]], [[thong]], Sch.[[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''724, Moer.p.195 P., Pall. in Hp.Fract.12.278 C., Steph. ''in Hp.''1.211 D.<br><span class="bld">II</span> = [[χρυσήλατος]] [[ἐπωμίς]], Lyd.''Mag.''2.2.<br><span class="bld">III</span> [[arch]], οἱ λῶροι καλούμενοι τοῦ νεώ Procop.''Aed.''1.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[λῶρος]])<br />δερμάτινο [[λουρί]], [[ταινία]], [[λουρίδα]], [[ιμάντας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> το [[σύνολο]] τών στοιχείων με τα οποία συνδέεται το [[έμβρυο]] με τον πλακούντα, αλλ. [[ομφάλιος]] [[λώρος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] αψίδας<br /><b>2.</b> [[χρυσή]] [[επωμίδα]]<br /><b>3.</b> [[λουριδωτός]] [[επενδύτης]] τών αυτοκρατόρων και τών υπάτων<br /><b>4.</b> [[είδος]] πολυτελούς κεφαλόδεσμου τών Βυζαντινών αυτοκρατόρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>l</i><i>ō</i><i>rum</i>, -<i>i</i> και σπάνια <i>l</i><i>ō</i><i>rus</i>,-<i>i</i> «[[ιμάντας]], [[ηνία]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[λῶρον]])].
|mltxt=ο (AM [[λῶρος]])<br />δερμάτινο [[λουρί]], [[ταινία]], [[λουρίδα]], [[ιμάντας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> το [[σύνολο]] τών στοιχείων με τα οποία συνδέεται το [[έμβρυο]] με τον πλακούντα, αλλ. [[ομφάλιος]] [[λώρος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] αψίδας<br /><b>2.</b> [[χρυσή]] [[επωμίδα]]<br /><b>3.</b> [[λουριδωτός]] [[επενδύτης]] τών αυτοκρατόρων και τών υπάτων<br /><b>4.</b> [[είδος]] πολυτελούς κεφαλόδεσμου τών Βυζαντινών αυτοκρατόρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>l</i><i>ō</i><i>rum</i>, -<i>i</i> και σπάνια <i>l</i><i>ō</i><i>rus</i>,-<i>i</i> «[[ιμάντας]], [[ηνία]]» ([[πρβλ]]. [[λῶρον]])].
}}
{{grml
|mltxt=[[λωρός]], -ή, -όν (Μ)<br />μουδιασμένος, [[παράλυτος]], [[ανάπηρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λῶρος]]<br />«δερμάτινο [[λουρί]], [[ιμάντας]]», με καταβιβασμό του τόνου].
}}
}}

Latest revision as of 10:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῶρος Medium diacritics: λῶρος Low diacritics: λώρος Capitals: ΛΩΡΟΣ
Transliteration A: lō̂ros Transliteration B: lōros Transliteration C: loros Beta Code: lw=ros

English (LSJ)

ὁ, = Lat.
A lorum, thong, Sch.Ar.Ach.724, Moer.p.195 P., Pall. in Hp.Fract.12.278 C., Steph. in Hp.1.211 D.
II = χρυσήλατος ἐπωμίς, Lyd.Mag.2.2.
III arch, οἱ λῶροι καλούμενοι τοῦ νεώ Procop.Aed.1.1.

German (Pape)

[Seite 76] ὁ, das lat, lorum, der Riemen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λῶρος: ὁ, = λῶρον, τό, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 765.

Greek Monolingual

ο (AM λῶρος)
δερμάτινο λουρί, ταινία, λουρίδα, ιμάντας
νεοελλ.
ιατρ. το σύνολο τών στοιχείων με τα οποία συνδέεται το έμβρυο με τον πλακούντα, αλλ. ομφάλιος λώρος
μσν.
1. είδος αψίδας
2. χρυσή επωμίδα
3. λουριδωτός επενδύτης τών αυτοκρατόρων και τών υπάτων
4. είδος πολυτελούς κεφαλόδεσμου τών Βυζαντινών αυτοκρατόρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lōrum, -i και σπάνια lōrus,-i «ιμάντας, ηνία» (πρβλ. λῶρον)].