ἀνεπίστρεπτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(big3_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anepistreptos
|Transliteration C=anepistreptos
|Beta Code=a)nepi/streptos
|Beta Code=a)nepi/streptos
|Definition=ον, prop. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">without turning round</b>: hence metaph., <b class="b2">indifferent, heedless</b>, πάντων Phld.<span class="title">Herc.</span> 1251.17, cf. <span class="bibl">Artem. 2.37</span>. Adv. -τως <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>2.9.4</span>, <span class="title">PMag.Par.</span>1.45: also <b class="b3">-τεί</b> or -τί <span class="bibl">Ph.1.90</span> (-τί), Plu.2.46e, 418b, <span class="title">PMag.Lond.</span>121.439.</span>
|Definition=ἀνεπίστρεπτον, prop. [[without turning round]]: hence metaph., [[indifferent]], [[heedless]], πάντων Phld.''Herc.'' 1251.17, cf. Artem. 2.37. Adv. [[ἀνεπιστρέπτως]] Arr.''Epict.''2.9.4, ''PMag.Par.''1.45: also [[ἀνεπιστρεπτεί]] or [[ἀνεπιστρεπτί]] Ph.1.90 (-τί), Plu.2.46e, 418b, ''PMag.Lond.''121.439.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[indiferente]], [[que no presta atención]] de pers., c. gen. πάντων Phld.<i>Herc</i>.1251.17.20, τοῦ ζῴου Synes.<i>Insom</i>.M.66.1301B<br /><b class="num"></b>subst. [[τὸ ἀνεπίστρεπτον]] = [[indiferencia]] τὸ ἀνεπίστρεπτον τῶν ἐντυγχανόντων Artem.2.37 (p.170).<br /><b class="num">2</b> adv. [[ἀνεπιστρέπτως]] = [[sin prestar atención]] ποιοῦμεν Arr.<i>Epict</i>.2.9.4, ἠθροίζοντο [[LXX]] 3<i>Ma</i>.1.20, cf. Hsch.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0225.png Seite 225]] sich. nicht kehrend an etwas, unbekümmert um etwas, τινός, Synes.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0225.png Seite 225]] sich. nicht kehrend an etwas, unbekümmert um etwas, τινός, Synes.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεπίστρεπτος:''' [[не оборачивающийся назад]]: ἀ. φεύγει Plut. он бежит без оглядки.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεπίστρεπτος''': -ον, ὁ μὴ ἐπιστρεφόμενος: μεταφ., [[ἀπρόσεκτος]], [[ἀδιάφορος]], Ἀρτεμίδ.· τινὸς Συνέσ. 145C. - Ἐπίρρ. -τως Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 9, 4· [[ὡσαύτως]] -τεὶ ἢ τί, Πλούτ. 2. 46Ε, 418Β.
|lstext='''ἀνεπίστρεπτος''': -ον, ὁ μὴ ἐπιστρεφόμενος: μεταφ., [[ἀπρόσεκτος]], [[ἀδιάφορος]], Ἀρτεμίδ.· τινὸς Συνέσ. 145C. - Ἐπίρρ. -τως Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 9, 4· [[ὡσαύτως]] -τεὶ ἢ τί, Πλούτ. 2. 46Ε, 418Β.
}}
}}
{{DGE
{{grml
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[indiferente]], [[que no presta atención]] de pers., c. gen. πάντων Phld.<i>Herc</i>.1251.17.20, τοῦ ζῴου Synes.<i>Insom</i>.M.66.1301B<br /><b class="num"></b>subst. τὸ ἀ. [[indiferencia]] τὸ ἀνεπίστρεπτον τῶν ἐντυγχανόντων Artem.2.37 (p.170).<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin prestar atención]] ποιοῦμεν Arr.<i>Epict</i>.2.9.4, ἠθροίζοντο LXX 3<i>Ma</i>.1.20, cf. Hsch.
|mltxt=και -φτος, -η, -ο (ΑΜ [[ἀνεπίστρεπτος]], -ον)<br />αυτός που δεν επιστρέφει [[πίσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν μπορεί να επιστρέψει<br /><b>2.</b> (για πράγματα) [[εκείνος]] που δεν ξαναδίνεται («ανεπίστρεπτα τα γαμήλια δώρα»)<br /><b>3.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[δεκτικός]] επιστροφής («τα αποστελλόμενα χειρόγραφα [[είναι]] ανεπίστρεπτα»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «δανεικά και ανεπίστρεφτα»<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμελής]], [[αδιάφορος]].
}}
}}

Latest revision as of 10:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπίστρεπτος Medium diacritics: ἀνεπίστρεπτος Low diacritics: ανεπίστρεπτος Capitals: ΑΝΕΠΙΣΤΡΕΠΤΟΣ
Transliteration A: anepístreptos Transliteration B: anepistreptos Transliteration C: anepistreptos Beta Code: a)nepi/streptos

English (LSJ)

ἀνεπίστρεπτον, prop. without turning round: hence metaph., indifferent, heedless, πάντων Phld.Herc. 1251.17, cf. Artem. 2.37. Adv. ἀνεπιστρέπτως Arr.Epict.2.9.4, PMag.Par.1.45: also ἀνεπιστρεπτεί or ἀνεπιστρεπτί Ph.1.90 (-τί), Plu.2.46e, 418b, PMag.Lond.121.439.

Spanish (DGE)

-ον
1 indiferente, que no presta atención de pers., c. gen. πάντων Phld.Herc.1251.17.20, τοῦ ζῴου Synes.Insom.M.66.1301B
subst. τὸ ἀνεπίστρεπτον = indiferencia τὸ ἀνεπίστρεπτον τῶν ἐντυγχανόντων Artem.2.37 (p.170).
2 adv. ἀνεπιστρέπτως = sin prestar atención ποιοῦμεν Arr.Epict.2.9.4, ἠθροίζοντο LXX 3Ma.1.20, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 225] sich. nicht kehrend an etwas, unbekümmert um etwas, τινός, Synes.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεπίστρεπτος: не оборачивающийся назад: ἀ. φεύγει Plut. он бежит без оглядки.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπίστρεπτος: -ον, ὁ μὴ ἐπιστρεφόμενος: μεταφ., ἀπρόσεκτος, ἀδιάφορος, Ἀρτεμίδ.· τινὸς Συνέσ. 145C. - Ἐπίρρ. -τως Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 9, 4· ὡσαύτως -τεὶ ἢ τί, Πλούτ. 2. 46Ε, 418Β.

Greek Monolingual

και -φτος, -η, -ο (ΑΜ ἀνεπίστρεπτος, -ον)
αυτός που δεν επιστρέφει πίσω
νεοελλ.
1. αυτός που δεν μπορεί να επιστρέψει
2. (για πράγματα) εκείνος που δεν ξαναδίνεται («ανεπίστρεπτα τα γαμήλια δώρα»)
3. αυτός που δεν είναι δεκτικός επιστροφής («τα αποστελλόμενα χειρόγραφα είναι ανεπίστρεπτα»)
4. φρ. «δανεικά και ανεπίστρεφτα»
αρχ.
αμελής, αδιάφορος.