διαβύω: Difference between revisions

From LSJ

Κἀν τοῖς ἀγροίκοις ἐστὶ παιδείας ἔρως → Doctrinae habetur ratio vel ab agrestis → Im Landmann lebt die Lust auf Bildung ebenso

Menander, Monostichoi, 308
m (pape replacement)
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diavyo
|Transliteration C=diavyo
|Beta Code=diabu/w
|Beta Code=diabu/w
|Definition=[[thrust through]], ἐς τὸ στόμα <span class="bibl">Hp.<span class="title">Superf.</span>5</span>:—Med. (from δια-βυνέω), <b class="b3">διαβυνέονται ὀϊστοὺς διὰ τῆς ἀριστερῆς</b> they [[pass]] arrows [[through their]] left hand, <span class="bibl">Hdt.4.71</span>:—Pass. (from δια-βύνω), <b class="b3">πηδάλιον διὰ τῆς τρόπιος διαβύνεται</b> is [[passed through]] the keel, <span class="bibl">Id.2.96</span>.
|Definition=[[thrust through]], ἐς τὸ στόμα Hp.''Superf.''5:—Med. (from δια-βυνέω), <b class="b3">διαβυνέονται ὀϊστοὺς διὰ τῆς ἀριστερῆς</b> they [[pass]] arrows [[through their]] left hand, Hdt.4.71:—Pass. (from δια-βύνω), <b class="b3">πηδάλιον διὰ τῆς τρόπιος διαβύνεται</b> is [[passed through]] the keel, Id.2.96.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 10:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαβύω Medium diacritics: διαβύω Low diacritics: διαβύω Capitals: ΔΙΑΒΥΩ
Transliteration A: diabýō Transliteration B: diabyō Transliteration C: diavyo Beta Code: diabu/w

English (LSJ)

thrust through, ἐς τὸ στόμα Hp.Superf.5:—Med. (from δια-βυνέω), διαβυνέονται ὀϊστοὺς διὰ τῆς ἀριστερῆς they pass arrows through their left hand, Hdt.4.71:—Pass. (from δια-βύνω), πηδάλιον διὰ τῆς τρόπιος διαβύνεται is passed through the keel, Id.2.96.

Greek (Liddell-Scott)

διαβύω: ὠθῶ οὕτως ὥστε νὰ φράξω, νὰ στουπώσω, Ἱππ. 260. 48. - Μέσ. (ἐκ τοῦ -βυνέω), διαβυνέονται ὀϊστοὺς διὰ τῆς ἀριστερῆς, διαπερῶσι βέλη διὰ τῆς ἀριστερᾶς των χειρός, Ἡρόδ. 4. 71.- Παθ., πηδάλιον διὰ τῆς τρόπιος διαβύνεται (ἴσως -έεται), κατασκευάζεται οὕτως ὥστε νὰ περᾷ διὰ τῆς τρόπιδος, ὁ αὐτ. 2. 96.

Greek Monolingual

διαβύω (Α)
ωθώ, εισάγω, διαπερνώ έτσι ώστε να φράξω κάτι.

German (Pape)

(βύω), durch eine Öffnung hineinstoßen, -stopfen, Hippocr.