μαλακύνω: Difference between revisions
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=malakyno | |Transliteration C=malakyno | ||
|Beta Code=malaku/nw | |Beta Code=malaku/nw | ||
|Definition=[[soften]], [[varia lectio|v.l.]] for [[μαλακευνέω]] in | |Definition=[[soften]], [[varia lectio|v.l.]] for [[μαλακευνέω]] in Hp.''Vict.''2.66; αἱ πυρώσεις τὸν σίδηρον -ουσιν Ph.''Bel.''71.43; Κύριος ἐμαλάκυνε τὴν καρδίαν μου [[LXX]] ''Jb.''23.16; [[weaken]], χεῖρας καὶ πόδας Muson.''Fr.''19p.107H.:—Pass., [[become soft]], [[flag]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''3.2.5; ταῖς ψυχαῖς D.S.17.10. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 10:39, 25 August 2023
English (LSJ)
soften, v.l. for μαλακευνέω in Hp.Vict.2.66; αἱ πυρώσεις τὸν σίδηρον -ουσιν Ph.Bel.71.43; Κύριος ἐμαλάκυνε τὴν καρδίαν μου LXX Jb.23.16; weaken, χεῖρας καὶ πόδας Muson.Fr.19p.107H.:—Pass., become soft, flag, X.Cyr.3.2.5; ταῖς ψυχαῖς D.S.17.10.
French (Bailly abrégé)
amollir ; Pass. se laisser amollir, agir mollement, faiblir.
Étymologie: μαλακός.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰλᾰκύνω: μαλάσσω. μαλακίζω, Ἱππ. 365. 10· καθιστῶ τι μαλθακόν, ἀδύνατον, ἀσθενές, χεῖράς τε καὶ πόδας περιδέσει πίλων ἢ ὑφασμάτων τινῶν μαλακύνειν Μουσώνιος παρὰ Στοβ. ἐν Ἀνθολ. 1, 84· ἐν τέλ.· - Παθ., ὡς τὸ μαλακίζομαι, ἐκλύομαι, γίνομαι μαλακός, Ξεν. Κύρ. 3. 2, 5· ταῖς ψυχαῖς Διόδ. 17. 10.
Greek Monolingual
(Α μαλακύνω) μαλακός
1. μαλακώνω, απαλύνω
2. εξασθενώ κάποιον ή κάτι
αρχ.
1. κάνω κάποιον άτολμο, δειλό («κύριος ἐμαλάκυνε τὴν καρδίαν μου», ΠΔ)
2. παθ. μαλακύνομαι
γίνομαι οκνηρός και δειλός («ὄπισθεν ἕπεσθε... ἢν δέ τις μαλακύνηται, μὴ ἐπιτρέπετε», Ξεν.).
German (Pape)
weichmachen, erweichen, = μαλάσσω, Hippocr.; verweichlichen, Muson. bei Stob. fl. 1.84; – ἤν τις μαλάκυνηται, wenn man saumselig ist, zurückbleibt, Xen. Cyr. 3.2.5; vgl. ταῖς ψυχαῖς ἐμαλακύνοντο DS. 17.10.