ὀρεινόμος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(13_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oreinomos
|Transliteration C=oreinomos
|Beta Code=o)reino/mos
|Beta Code=o)reino/mos
|Definition=ον, (<b class="b3">νέμω</b> B) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">feeding on the hills</b>, δέλφακες <span class="bibl">Anaxil. 12</span> (codd. Ath., but <b class="b3">ὀρειονόμους</b> is prob. cj.); αἴξ <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.18.3</span> ; <b class="b2">mountam-ranging</b>, Κενταύρων γέννα <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>364</span> (lyr.) ; <b class="b3">ὀ. πλάνη</b> a roaming <b class="b2">o'er the hills</b>, AP6.107 (Phil.).</span>
|Definition=ὀρεινόμον, ([[νέμω]] B) [[feeding on the hills]], δέλφακες Anaxil. 12 (codd. Ath., but [[ὀρειονόμους]] is prob. cj.); αἴξ [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 9.18.3; [[mountam-ranging]], Κενταύρων γέννα E.''HF''364 (lyr.); <b class="b3">ὀ. πλάνη</b> a roaming [[o'er the hills]], AP6.107 (Phil.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0371.png Seite 371]] auf den Bergen weidend, wohnend; Κενταύρων [[γέννα]], Eur. Herc. Fur. 364; Anaxil. bei Ath. IX, 374 e; [[πλάνη]], Philp. 8 (VI, 107), das Durchirren der Berge.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0371.png Seite 371]] auf den Bergen weidend, wohnend; Κενταύρων [[γέννα]], Eur. Herc. Fur. 364; Anaxil. bei Ath. IX, 374 e; [[πλάνη]], Philp. 8 (VI, 107), das Durchirren der Berge.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui habite les montagnes]];<br /><b>2</b> [[qui paît sur les montagnes]].<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]], [[νέμω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρεινόμος:''' [[бродящий по горам]] (Κενταύρων [[γέννα]] Eur.): ἡ [[πλάνη]] ὀ. Anth. скитание по горам.
}}
{{ls
|lstext='''ὀρεινόμος''': -ον, ([[νέμω]] Β) ὁ ἐπὶ τῶν ὀρέων βοσκόμενος, [[δέλφαξ]] Ἀναξίλας ἐν «Κίρκῃ» 1 (Meineke ὀρειονόμους)· ὁ ἀνὰ τὰ ὄρη πλανώμενος, Κενταύρων [[γέννα]] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 364· [[πλάνη]] ὀρ., τὸ πλανᾶσθαι ἀνὰ τὰ ὄρη, Ἀνθ. Π. 6. 107.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀρεινόμος]] και [[ὀρειονόμος]], και [[ὀρεσσινόμος]], -ον (Α, Μ [[ὀρεσινόμος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που βόσκει στα όρη («[[ὀρεινόμος]] αἴξ», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που συνέβη στα όρη ή αυτός που περιπλανιέται στα όρη ή που αναφέρεται στην [[περιπλάνηση]] ανά τα όρη (α. «τάν τ' ὀρεινόμον ἀγρίων Κενταύρων γένναν», <b>Ευρ.</b><br />β. «τὴν ὀρεινόμον πλάνην» — την [[περιπλάνηση]] ανά τα όρη, <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀρει</i>- / <i>ὀρειο</i>- / <i>ὀρεσσι</i>- (<b>βλ.</b>λ. <i>όρος</i> [II]) <span style="color: red;">+</span> -[[νόμος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀρεινόμος:''' -ον ([[νέμω]] Β), αυτός που περιφέρεται στα βουνά για να βοσκήσει, σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀρει-[[νόμος]], ον, [[νέμω]] B]<br />[[mountain]]-ranging, Eur.
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρεινόμος Medium diacritics: ὀρεινόμος Low diacritics: ορεινόμος Capitals: ΟΡΕΙΝΟΜΟΣ
Transliteration A: oreinómos Transliteration B: oreinomos Transliteration C: oreinomos Beta Code: o)reino/mos

English (LSJ)

ὀρεινόμον, (νέμω B) feeding on the hills, δέλφακες Anaxil. 12 (codd. Ath., but ὀρειονόμους is prob. cj.); αἴξ Thphr. HP 9.18.3; mountam-ranging, Κενταύρων γέννα E.HF364 (lyr.); ὀ. πλάνη a roaming o'er the hills, AP6.107 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 371] auf den Bergen weidend, wohnend; Κενταύρων γέννα, Eur. Herc. Fur. 364; Anaxil. bei Ath. IX, 374 e; πλάνη, Philp. 8 (VI, 107), das Durchirren der Berge.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui habite les montagnes;
2 qui paît sur les montagnes.
Étymologie: ὄρος, νέμω.

Russian (Dvoretsky)

ὀρεινόμος: бродящий по горам (Κενταύρων γέννα Eur.): ἡ πλάνη ὀ. Anth. скитание по горам.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρεινόμος: -ον, (νέμω Β) ὁ ἐπὶ τῶν ὀρέων βοσκόμενος, δέλφαξ Ἀναξίλας ἐν «Κίρκῃ» 1 (Meineke ὀρειονόμους)· ὁ ἀνὰ τὰ ὄρη πλανώμενος, Κενταύρων γέννα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 364· πλάνη ὀρ., τὸ πλανᾶσθαι ἀνὰ τὰ ὄρη, Ἀνθ. Π. 6. 107.

Greek Monolingual

ὀρεινόμος και ὀρειονόμος, και ὀρεσσινόμος, -ον (Α, Μ ὀρεσινόμος, -ον)
1. αυτός που βόσκει στα όρη («ὀρεινόμος αἴξ», Θεόφρ.)
2. αυτός που συνέβη στα όρη ή αυτός που περιπλανιέται στα όρη ή που αναφέρεται στην περιπλάνηση ανά τα όρη (α. «τάν τ' ὀρεινόμον ἀγρίων Κενταύρων γένναν», Ευρ.
β. «τὴν ὀρεινόμον πλάνην» — την περιπλάνηση ανά τα όρη, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- / ὀρειο- / ὀρεσσι- (βλ.λ. όρος [II]) + -νόμος].

Greek Monotonic

ὀρεινόμος: -ον (νέμω Β), αυτός που περιφέρεται στα βουνά για να βοσκήσει, σε Ευρ.

Middle Liddell

ὀρει-νόμος, ον, νέμω B]
mountain-ranging, Eur.