λευκόλιθος: Difference between revisions
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lefkolithos | |Transliteration C=lefkolithos | ||
|Beta Code=leuko/liqos | |Beta Code=leuko/liqos | ||
|Definition= | |Definition=λευκόλιθον, [[made of white marble]], ἔργα ''Supp.Epigr.''4.270 (Panamara); τὰ ἐν τῷ θεάτρῳ λ. ''OGI''510 (= ''Ephes.''2 No.39, ii A.D.); <b class="b3">στήλη, στάλα λ.</b>, ''IPE''12.40.42 (Olbia), al.; κρηπίς Str.5.3.8; στοαί Id.12.5.3: as [[substantive]], -λίθου στάλᾳ ''IPE''12.357 (Chersonesus). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο<br /><b>(ορυκτ.)</b> ανθρακικό [[ορυκτό]] του μαγνησίου που αποτελεί στιφρή και κολλοειδή [[ποικιλία]] του μαγνησίτη και που το [[χρώμα]] του ποικίλλει από το χιονόλευκο ώς το κιτρινόφαιο ή το κίτρινο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λευκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λίθος]]. Η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, | |mltxt=<b>(I)</b><br />ο<br /><b>(ορυκτ.)</b> ανθρακικό [[ορυκτό]] του μαγνησίου που αποτελεί στιφρή και κολλοειδή [[ποικιλία]] του μαγνησίτη και που το [[χρώμα]] του ποικίλλει από το χιονόλευκο ώς το κιτρινόφαιο ή το κίτρινο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λευκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λίθος]]. Η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γερμ. <i>dechter Magnesit</i>].<br /> <b>(II)</b><br />[[λευκόλιθος]], -ον (Α)<br />κατασκευασμένος από [[λευκό]] λίθο. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:40, 25 August 2023
English (LSJ)
λευκόλιθον, made of white marble, ἔργα Supp.Epigr.4.270 (Panamara); τὰ ἐν τῷ θεάτρῳ λ. OGI510 (= Ephes.2 No.39, ii A.D.); στήλη, στάλα λ., IPE12.40.42 (Olbia), al.; κρηπίς Str.5.3.8; στοαί Id.12.5.3: as substantive, -λίθου στάλᾳ IPE12.357 (Chersonesus).
German (Pape)
[Seite 34] von weißem Steine, Strab. V, 236; στήλη, Inscr. 2059; τὸ λευκ., weißer Marmor, Strab. XII, 567.
Greek (Liddell-Scott)
λευκόλῐθος: -ον, ἐκ λευκοῦ πεποιημένος λίθου ἢ μαρμάρου, στήλη Συλλ. Ἐπιγρ. 2059. 43., 2061, κ. ἀλλ.· πρβλ. Στράβ. 236· στοαὶ ὁ αὐτ. ἐν 567.
Greek Monolingual
(I)
ο
(ορυκτ.) ανθρακικό ορυκτό του μαγνησίου που αποτελεί στιφρή και κολλοειδή ποικιλία του μαγνησίτη και που το χρώμα του ποικίλλει από το χιονόλευκο ώς το κιτρινόφαιο ή το κίτρινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + λίθος. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. dechter Magnesit].
(II)
λευκόλιθος, -ον (Α)
κατασκευασμένος από λευκό λίθο.