τερατουργία: Difference between revisions
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
m (LSJ1 replacement) |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=teratourgia | |Transliteration C=teratourgia | ||
|Beta Code=teratourgi/a | |Beta Code=teratourgi/a | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[working of wonders]], Porph.''Abst.''2.42; <b class="b3">ἡ περὶ γαστέρα τ.</b> its [[wonderful working]], Ph.1.60.<br><span class="bld">II</span> [[use]] or [[love of the marvellous]], <b class="b3">ἡ ἐν τοῖς λόγοις τ.</b> Luc.''Icar.''6, cf. Plu.2.17b (pl.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[habileté de charlatan]], [[jonglerie]];<br /><b>2</b> amour du merveilleux.<br />'''Étymologie:''' [[τερατουργός]]. | |btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[habileté de charlatan]], [[jonglerie]];<br /><b>2</b> [[amour du merveilleux]].<br />'''Étymologie:''' [[τερατουργός]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 10:40, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ,
A working of wonders, Porph.Abst.2.42; ἡ περὶ γαστέρα τ. its wonderful working, Ph.1.60.
II use or love of the marvellous, ἡ ἐν τοῖς λόγοις τ. Luc.Icar.6, cf. Plu.2.17b (pl.).
German (Pape)
[Seite 1093] ἡ, das Wunderthun, die Gaukelei, Sp., wie Plut. u. Luc. Icar. 6, ἐν τοῖς λόγοις, Aufschneiderei.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 habileté de charlatan, jonglerie;
2 amour du merveilleux.
Étymologie: τερατουργός.
Russian (Dvoretsky)
τερᾰτουργία: ἡ
1 фокусничество (περί τι Plut.);
2 тяготение к чудесному, склонность к фантазии (ἐν τοῖς λόγοις Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
τερᾰτουργία: ἡ, τὸ τερατουργεῖν τὸ ἐργάζεσθαι τέρατα, θαύματα, θαυμαστὰ πράγματα, Πλούτ. 2. 17Β. ΙΙ. ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ θαυμαστόν, ἡ ἐν τοῖς τ. Λουκ. Ἰκαρ. 6.
Greek Monolingual
η, ΝΑ τερατουργός
νεοελλ.
τερατώδης πράξη, τερατούργημα
αρχ.
1. το να κάνει κανείς θαυμαστά πράγματα, θαυματοποιία
2. η χρησιμοποίηση θαυμαστών πραγμάτων ή διηγήσεων
3. τάση για χρησιμοποίηση ή και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που δείχνει κανείς για καθετί το παράξενο
4. η χρησιμοποίηση μαγικών τεχνασμάτων, αγυρτεία.
Greek Monotonic
τερᾰτουργία: ἡ, αγάπη για το θαυμαστό, για το παράδοξο, σε Λουκ.
Middle Liddell
τερᾰτουργία, ἡ,
love of the marvellous, Luc. [from τερᾰτουργάς]