Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πεύκινος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=peykinos
|Transliteration C=peykinos
|Beta Code=peu/kinos
|Beta Code=peu/kinos
|Definition=η, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of]], [[from]], or [[made of pine]] or [[pine wood]], κορμοί <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>575</span>; λαμπάς <span class="bibl">S. <span class="title">Tr.</span>1198</span>; <b class="b3">π. δάκρυ</b> tear [[of the pine]], i. e. the resinous drops that ooze from it, <span class="bibl">E.<span class="title">Med.</span>1200</span>; ῥητίνη Dsc.1.71; [[πεύκινα]], [[τά]], [[pine-logs]], <span class="bibl">Plb. 5.89.1</span>, cf. <span class="title">IG</span>12.342.70.</span>
|Definition=η, ον, of, [[from]], or [[made of pine]] or [[pine wood]], κορμοί E.''Hec.''575; λαμπάς S. ''Tr.''1198; <b class="b3">π. δάκρυ</b> tear [[of the pine]], i.e. the resinous drops that ooze from it, E.''Med.''1200; ῥητίνη Dsc.1.71; [[πεύκινα]], τά, [[pine-logs]], Plb. 5.89.1, cf. ''IG''12.342.70.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0607.png Seite 607]] von der Fichte kommend, gemacht, fichten; [[λαμπάς]], Soph. Trach. 1188; κορμοί, Eur. Hec. 575; [[δάκρυ]], das von der Fichte tröpfelnde Harz, Med. 1200; ξύλα, Pol. 5, 89, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0607.png Seite 607]] von der Fichte kommend, gemacht, fichten; [[λαμπάς]], Soph. Trach. 1188; κορμοί, Eur. Hec. 575; [[δάκρυ]], das von der Fichte tröpfelnde Harz, Med. 1200; ξύλα, Pol. 5, 89, 1.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> [[qui coule d'un pin]] : [[δάκρυ]] EUR goutte de résine;<br /><b>2</b> [[en bois de pin]].<br />'''Étymologie:''' [[πεύκη]].
}}
{{elnl
|elnltext=πεύκινος -η -ον [πεύκη] pijnboom-:; πεύκινον δάκρυ pijnboomhars Eur. Med. 1200; van pijnboomhout.
}}
{{elru
|elrutext='''πεύκῐνος:''' [[сосновый]] ([[λαμπάς]] Soph.; [[κορμός]] Eur.): πεύκινα δάκρυα Eur. капли сосновой смолы.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πεύκῐνος''': -η, -ον, ([[πεύκη]]) ὁ ἐκ πεύκης ἢ πεποιημένος ἐκ ξύλου πεύκης, π. κορμὸς Εὐρ. Ἑκάβ. 575· λαμπὰς Σοφ. Τρ. 1198 π. δάκρυα, δηλ. αἱ ῥητινώδεις σταγόνες αἱ στάζουσαι ἐξ αὐτῆς, Εὐρ. Μήδ. 1200· οὕτω, πεύκης νοτὶς Ἀνθ. Παλ. 11. 248.
|lstext='''πεύκῐνος''': -η, -ον, ([[πεύκη]]) ὁ ἐκ πεύκης ἢ πεποιημένος ἐκ ξύλου πεύκης, π. κορμὸς Εὐρ. Ἑκάβ. 575· λαμπὰς Σοφ. Τρ. 1198 π. δάκρυα, δηλ. αἱ ῥητινώδεις σταγόνες αἱ στάζουσαι ἐξ αὐτῆς, Εὐρ. Μήδ. 1200· οὕτω, πεύκης νοτὶς Ἀνθ. Παλ. 11. 248.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> qui coule d’un pin : [[δάκρυ]] EUR goutte de résine;<br /><b>2</b> en bois de pin.<br />'''Étymologie:''' [[πεύκη]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πεύκινος]], -ίνη, -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[πεύκο]]<br /><b>2.</b> κατασκευασμένος από [[ξύλο]] πεύκου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τα πεύκινα</i><br />τα κλαδιά πεύκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεύκη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ξύλ</i>-<i>ινος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[πεύκινος]], -ίνη, -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[πεύκο]]<br /><b>2.</b> κατασκευασμένος από [[ξύλο]] πεύκου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τα πεύκινα</i><br />τα κλαδιά πεύκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεύκη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> ([[πρβλ]]. [[ξύλινος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πεύκινος:''' -η, -ον ([[πεύκη]]), αυτός που ανήκει ή προέρχεται από [[πεύκο]] ή [[ξύλο]] πεύκου, σε Σοφ.· <i>πεύκινα δάκρυα</i>, τα δάκρυα του πεύκου, δηλ. οι σταγόνες ρετσινιού που στάζουν από το [[πεύκο]], σε Ευρ.
|lsmtext='''πεύκινος:''' -η, -ον ([[πεύκη]]), αυτός που ανήκει ή προέρχεται από [[πεύκο]] ή [[ξύλο]] πεύκου, σε Σοφ.· <i>πεύκινα δάκρυα</i>, τα δάκρυα του πεύκου, δηλ. οι σταγόνες ρετσινιού που στάζουν από το [[πεύκο]], σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=πεύκινος -η -ον [πεύκη] pijnboom-:; πεύκινον δάκρυ pijnboomhars Eur. Med. 1200; van pijnboomhout.
}}
{{elru
|elrutext='''πεύκῐνος:''' [[сосновый]] ([[λαμπάς]] Soph.; [[κορμός]] Eur.): πεύκινα δάκρυα Eur. капли сосновой смолы.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 10:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεύκῐνος Medium diacritics: πεύκινος Low diacritics: πεύκινος Capitals: ΠΕΥΚΙΝΟΣ
Transliteration A: peúkinos Transliteration B: peukinos Transliteration C: peykinos Beta Code: peu/kinos

English (LSJ)

η, ον, of, from, or made of pine or pine wood, κορμοί E.Hec.575; λαμπάς S. Tr.1198; π. δάκρυ tear of the pine, i.e. the resinous drops that ooze from it, E.Med.1200; ῥητίνη Dsc.1.71; πεύκινα, τά, pine-logs, Plb. 5.89.1, cf. IG12.342.70.

German (Pape)

[Seite 607] von der Fichte kommend, gemacht, fichten; λαμπάς, Soph. Trach. 1188; κορμοί, Eur. Hec. 575; δάκρυ, das von der Fichte tröpfelnde Harz, Med. 1200; ξύλα, Pol. 5, 89, 1.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 qui coule d'un pin : δάκρυ EUR goutte de résine;
2 en bois de pin.
Étymologie: πεύκη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεύκινος -η -ον [πεύκη] pijnboom-:; πεύκινον δάκρυ pijnboomhars Eur. Med. 1200; van pijnboomhout.

Russian (Dvoretsky)

πεύκῐνος: сосновый (λαμπάς Soph.; κορμός Eur.): πεύκινα δάκρυα Eur. капли сосновой смолы.

Greek (Liddell-Scott)

πεύκῐνος: -η, -ον, (πεύκη) ὁ ἐκ πεύκης ἢ πεποιημένος ἐκ ξύλου πεύκης, π. κορμὸς Εὐρ. Ἑκάβ. 575· λαμπὰς Σοφ. Τρ. 1198 π. δάκρυα, δηλ. αἱ ῥητινώδεις σταγόνες αἱ στάζουσαι ἐξ αὐτῆς, Εὐρ. Μήδ. 1200· οὕτω, πεύκης νοτὶς Ἀνθ. Παλ. 11. 248.

Greek Monolingual

-η, -ο / πεύκινος, -ίνη, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πεύκο
2. κατασκευασμένος από ξύλο πεύκου
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τα πεύκινα
τα κλαδιά πεύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκη + κατάλ. -ινος (πρβλ. ξύλινος)].

Greek Monotonic

πεύκινος: -η, -ον (πεύκη), αυτός που ανήκει ή προέρχεται από πεύκο ή ξύλο πεύκου, σε Σοφ.· πεύκινα δάκρυα, τα δάκρυα του πεύκου, δηλ. οι σταγόνες ρετσινιού που στάζουν από το πεύκο, σε Ευρ.

Middle Liddell

πεύκινος, η, ον πεύκη
of or from pine or pine-wood, Soph.; π. δάκρυα tears of the pine, i. e. the resinous drops that ooze from it, Eur.

English (Woodhouse)

made of pine, of pine

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)