ξηραντικός: Difference between revisions
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksirantikos | |Transliteration C=ksirantikos | ||
|Beta Code=chrantiko/s | |Beta Code=chrantiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ξηραντική, ξηραντικόν, [[causing to dry up]], c.gen., πνεύμονος Hp.''Acut.'' 16,22: abs., ξ. [χυλός] [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 6.1.3; ξ. δίαιτα Diocl.Fr.141, cf. Arist.''Pr.''925a34 (Comp.); ξ. δύναμις Dsc.1.13. Adv. [[ξηραντικῶς]] = [[by drying]]. Herod.Med. ap. Orib.5.28.23. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui dessèche, qui rend sec.<br />'''Étymologie:''' [[ξηραίνω]]. | |btext=ή, όν :<br />[[qui dessèche]], [[qui rend sec]].<br />'''Étymologie:''' [[ξηραίνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 10:40, 25 August 2023
English (LSJ)
ξηραντική, ξηραντικόν, causing to dry up, c.gen., πνεύμονος Hp.Acut. 16,22: abs., ξ. [χυλός] Thphr. CP 6.1.3; ξ. δίαιτα Diocl.Fr.141, cf. Arist.Pr.925a34 (Comp.); ξ. δύναμις Dsc.1.13. Adv. ξηραντικῶς = by drying. Herod.Med. ap. Orib.5.28.23.
German (Pape)
[Seite 279] trocknend, Plut. Qu. Nat. 1.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui dessèche, qui rend sec.
Étymologie: ξηραίνω.
Russian (Dvoretsky)
ξηραντικός: быстро сохнущий или быстро высушивающий (τὸ τῆς θαλάσσης ὕδωρ Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ξηραντικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν ἢ τὴν ἰδιότητα τοῦ ξηραίνειν, τινος Ἱππ. 386. 2., 387· 25· ἀπολ., Ἀριστ. Προβλ. 29. 22, 2, Διοσκ. 1. 12, κτλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ξηραντικός, -ή, -όν) ξηραίνω
αυτός που έχει την ικανότητα, τη δύναμη ή την ιδιότητα να ξηραίνει, αποξηραντικός, στεγνωτικός («τὸ γὰρ τῇ γεύσει πικρόν, τῇ δυνάμει ξηραντικόν», Πλούτ.)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξηραντικά
(ενν. μέσα) χημ. ουσίες που προστίθενται σε διάφορα προϊόντα και επιταχύνουν τη διαδικασία ξήρανσής τους στον αέρα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ξηραντικόν
η δυνατότητα ή η ικανότητα για ξήρανση.
επίρρ...
ξηραντικῶς (Α)
με αποξήρανση.