ψύκτρα: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ γίνονται ἐκπλήξιες τῆς γνώμης οὔτε μετάστασις ἰσχυρὴ τοῦ σώματος → therefore, they experience no mental anxiety and no physical shocks

Source
(13)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psyktra
|Transliteration C=psyktra
|Beta Code=yu/ktra
|Beta Code=yu/ktra
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">drying-place</b>, ψ. τὰς πρὸς τοῖς νεωρίοις <span class="title">IG</span>22.1035.43 (i B. C.), cf. ψυγμός 11; but others take it as = [[ψυκτήριον]] 11. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">tray for drying figs on</b>, Hsch. s.v. [[τρασιά]].</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[drying-place]], ψ. τὰς πρὸς τοῖς νεωρίοις ''IG''22.1035.43 (i B. C.), cf. [[ψυγμός]] II; but others take it as = [[ψυκτήριον]] II.<br><span class="bld">2</span> [[tray for drying figs on]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[τρασιά]].
}}
{{ls
|lstext='''ψύκτρα''': ἡ, [[πλέγμα]] ἐφ’ οὗ ἐξηραίνοντο τὰ σῦκα, Ἡσύχ. ἐν λ. [[τρασιά]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[δίσκος]] [[πάνω]] στον οποίο γίνεται η [[ξήρανση]] τών σύκων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψύχω]] (Ι) «[[φυσώ]], [[πνέω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρα</i> ([[πρβλ]]. [[χύτρα]])].<br /><b>(II)</b><br />ἡ Α<br /><b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ψύκτραι</i><br />ειδική [[κατασκευή]] [[κοντά]] σε λιμάνια για τον καθαρισμό πλοίων ή, κατ' άλλους, σκιεροί τόποι κατάλληλοι για [[αναψυχή]], ψυκτῆρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψύχω]] (II) «[[παγώνω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρα</i> ([[πρβλ]]. [[ἐξελίκτρα]])].
}}
}}

Latest revision as of 10:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψύκτρα Medium diacritics: ψύκτρα Low diacritics: ψύκτρα Capitals: ΨΥΚΤΡΑ
Transliteration A: psýktra Transliteration B: psyktra Transliteration C: psyktra Beta Code: yu/ktra

English (LSJ)

ἡ,
A drying-place, ψ. τὰς πρὸς τοῖς νεωρίοις IG22.1035.43 (i B. C.), cf. ψυγμός II; but others take it as = ψυκτήριον II.
2 tray for drying figs on, Hsch. s.v. τρασιά.

Greek (Liddell-Scott)

ψύκτρα: ἡ, πλέγμα ἐφ’ οὗ ἐξηραίνοντο τὰ σῦκα, Ἡσύχ. ἐν λ. τρασιά.

Greek Monolingual

(I)
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) δίσκος πάνω στον οποίο γίνεται η ξήρανση τών σύκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψύχω (Ι) «φυσώ, πνέω» + επίθημα -τρα (πρβλ. χύτρα)].
(II)
ἡ Α
στον πληθ. αἱ ψύκτραι
ειδική κατασκευή κοντά σε λιμάνια για τον καθαρισμό πλοίων ή, κατ' άλλους, σκιεροί τόποι κατάλληλοι για αναψυχή, ψυκτῆρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψύχω (II) «παγώνω» + επίθημα -τρα (πρβλ. ἐξελίκτρα)].