περισαίνω: Difference between revisions

From LSJ

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
(6_6)
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perisaino
|Transliteration C=perisaino
|Beta Code=perisai/nw
|Beta Code=perisai/nw
|Definition=Ep. περισσ-, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">wag the tail round, fawn upon</b>, Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες <span class="bibl">Od.16.4</span> ; οὐρῇσιν μακρῇσι περισσαίνοντες <span class="bibl">10.215</span> ; of <b class="b3">σαργοί</b>, <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>4.361</span> : metaph., π. γλώσσῃσιν <span class="bibl">Orph.<span class="title">L.</span>430</span>, cf. <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>7.92d</span>, <span class="bibl">21.258d</span> ; τινὰ ὡς δεσπότην <span class="bibl">Simp. <span class="title">in Epict.</span>p.52</span> D.</span>
|Definition=Ep. [[περισσαίνω]], [[wag the tail round]], [[fawn upon]], Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες Od.16.4; οὐρῇσιν μακρῇσι περισσαίνοντες 10.215; of [[σαργοί]], Opp.''H.''4.361: metaph., π. γλώσσῃσιν Orph.''L.''430, cf. Them.''Or.''7.92d, 21.258d; τινὰ ὡς δεσπότην Simp. ''in Epict.''p.52 D.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0590.png Seite 590]] poet. [[περισσαίνω]], umwedeln, umschmeicheln, Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες, Od. 16, 4. 10, οὐρῇσι, 10, 215; übertr., γλώσσῃ, Orph. Lith. 11, 86.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0590.png Seite 590]] poet. [[περισσαίνω]], umwedeln, umschmeicheln, Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες, Od. 16, 4. 10, οὐρῇσι, 10, 215; übertr., γλώσσῃ, Orph. Lith. 11, 86.
}}
{{elnl
|elnltext=περι-σαίνω, poët. ook περισσαίνω, met acc. kwispelen rondom; abs. kwispelen.
}}
{{elru
|elrutext='''περισαίνω:''' эп. [[περισσαίνω]]<br /><b class="num">1</b> [[вилять]] (οὐρῇσι Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[обступать]], [[виляя хвостом]] (τινά Hom.).
}}
{{Autenrieth
|auten=[[wag]] the [[tail]] [[about]] [[one]], [[fawn]] [[upon]]; τινά (οὐρῇσιν), ‘[[with]] [[their]] tails,’ i. e. wagging [[them]], Od. 10.215. (Od.)
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, επικ. τ. [[περισσαίνω]] Α<br /><b>1.</b> (για σκύλους) [[κουνώ]] την [[ουρά]] [[γύρω]] από κάποιον<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[περιτριγυρίζω]] κάποιον, τον [[ακολουθώ]] δουλικά, τον [[κολακεύω]] ταπεινά, τον [[θυμιατίζω]] με ευτελή τρόπο (α. «οι ανόητοι περισαίνουν τους ισχυρούς της ημέρας» β. «περισαίνειν τινὰ ὡς δεσπότην», Σιμπλίκ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σαίνω]] «[[κουνώ]] την [[ουρά]], [[περιποιούμαι]], [[κολακεύω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περισαίνω:''' Επικ. περισ-[[σαίνω]], [[κουνώ]] την [[ουρά]] μου γύρω γύρω, [[κολακεύω]], με αιτ. ή απόλ., σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περισαίνω''': Ἐπικ. περισσ-, κινῶ τὴν οὐρὰν [[περί]] τινα, Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες Ὀδ. Π. 4· οὐρῇσιν μακρῇσι περισσαίνοντες Κ. 215· μεταφορ., π. γλώσσῃ, κολακεύειν, Ὀρφ. Λιθ. 424.
|lstext='''περισαίνω''': Ἐπικ. περισσ-, κινῶ τὴν οὐρὰν [[περί]] τινα, Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες Ὀδ. Π. 4· οὐρῇσιν μακρῇσι περισσαίνοντες Κ. 215· μεταφορ., π. γλώσσῃ, κολακεύειν, Ὀρφ. Λιθ. 424.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=epic περισ-[[σαίνω]]<br />to wag the [[tail]] [[round]], [[fawn]] [[upon]], c. acc. or absol., Od.
}}
}}

Latest revision as of 10:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισαίνω Medium diacritics: περισαίνω Low diacritics: περισαίνω Capitals: ΠΕΡΙΣΑΙΝΩ
Transliteration A: perisaínō Transliteration B: perisainō Transliteration C: perisaino Beta Code: perisai/nw

English (LSJ)

Ep. περισσαίνω, wag the tail round, fawn upon, Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες Od.16.4; οὐρῇσιν μακρῇσι περισσαίνοντες 10.215; of σαργοί, Opp.H.4.361: metaph., π. γλώσσῃσιν Orph.L.430, cf. Them.Or.7.92d, 21.258d; τινὰ ὡς δεσπότην Simp. in Epict.p.52 D.

German (Pape)

[Seite 590] poet. περισσαίνω, umwedeln, umschmeicheln, Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες, Od. 16, 4. 10, οὐρῇσι, 10, 215; übertr., γλώσσῃ, Orph. Lith. 11, 86.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-σαίνω, poët. ook περισσαίνω, met acc. kwispelen rondom; abs. kwispelen.

Russian (Dvoretsky)

περισαίνω: эп. περισσαίνω
1 вилять (οὐρῇσι Hom.);
2 обступать, виляя хвостом (τινά Hom.).

English (Autenrieth)

wag the tail about one, fawn upon; τινά (οὐρῇσιν), ‘with their tails,’ i. e. wagging them, Od. 10.215. (Od.)

Greek Monolingual

ΝΜΑ, επικ. τ. περισσαίνω Α
1. (για σκύλους) κουνώ την ουρά γύρω από κάποιον
2. μτφ. περιτριγυρίζω κάποιον, τον ακολουθώ δουλικά, τον κολακεύω ταπεινά, τον θυμιατίζω με ευτελή τρόπο (α. «οι ανόητοι περισαίνουν τους ισχυρούς της ημέρας» β. «περισαίνειν τινὰ ὡς δεσπότην», Σιμπλίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + σαίνω «κουνώ την ουρά, περιποιούμαι, κολακεύω»].

Greek Monotonic

περισαίνω: Επικ. περισ-σαίνω, κουνώ την ουρά μου γύρω γύρω, κολακεύω, με αιτ. ή απόλ., σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

περισαίνω: Ἐπικ. περισσ-, κινῶ τὴν οὐρὰν περί τινα, Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες Ὀδ. Π. 4· οὐρῇσιν μακρῇσι περισσαίνοντες Κ. 215· μεταφορ., π. γλώσσῃ, κολακεύειν, Ὀρφ. Λιθ. 424.

Middle Liddell

epic περισ-σαίνω
to wag the tail round, fawn upon, c. acc. or absol., Od.