ἀσύγκλωστος: Difference between revisions

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2, $3")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=asygklostos
|Transliteration C=asygklostos
|Beta Code=a)su/gklwstos
|Beta Code=a)su/gklwstos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[not interwoven]], [[disconnected]], [[disjointed]], πράγματα <span class="bibl">Cic.<span class="title">Att.</span>6.1.17</span>, cf. <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>3.18</span>; λόγος <span class="bibl">Herm. <span class="title">in Phdr.</span>p.187A.</span>; ἐξηγήσεις <span class="bibl">Porph.<span class="title">Chr.</span>39</span>; [[incompatible]], συγκλώθειν τὰ ἀ. <span class="bibl">Phlp.<span class="title">in Ph.</span> 34.14</span>; πρὸς τὸ ἓν ἀ. καὶ ἀσύμβατος <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>5</span>.</span>
|Definition=ἀσύγκλωστον, [[not interwoven]], [[disconnected]], [[disjointed]], πράγματα Cic.''Att.''6.1.17, cf. Porph.''Abst.''3.18; λόγος Herm. ''in Phdr.''p.187A.; ἐξηγήσεις Porph.''Chr.''39; [[incompatible]], συγκλώθειν τὰ ἀ. Phlp.''in Ph.'' 34.14; πρὸς τὸ ἓν ἀ. καὶ ἀσύμβατος Dam.''Pr.''5.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[inconexo]] πράγματα Cic.<i>Att</i>.115.17, λόγος Porph.<i>Abst</i>.3.18, Herm.<i>in Phdr</i>.187, ἐξηγήσεις Porph.<i>Chr</i>.39, πρὸς τὸ ἓν ἀ. καὶ [[ἀσύμβατος]] Dam.<i>Pr</i>.5<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ ἀσύγκλωστα [[cosas inconexas o incompatibles]] τὰ ἀσύγκλωστα συγκλώσουσιν Phlp.<i>in Ph</i>.34.14, cf. Synes.<i>Ep</i>.41 (p.65).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0379.png Seite 379]] durch das Schicksal nicht verbunden, unvereinbar, Cic. Attic. 6, 1; Synes.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0379.png Seite 379]] durch das Schicksal nicht verbunden, unvereinbar, Cic. Attic. 6, 1; Synes.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσύγκλωστος:''' [[несовместимый]] Cic.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσύγκλωστος''': -ον, ὁ μὴ συγκεκλωσμένος, μεταφορ. [[ἀσυμβίβαστος]], πολιτικὴν δύναμιν ἱερωσύνῃ συνάπτειν, τὸ κλώθειν ἐστὶ τὰ ἀσύγκλωστα Συνεσ. Ἐπιστ. 57, σ. 198C, πρβλ. Κικ. Π. Ἀττ.6.1.
|lstext='''ἀσύγκλωστος''': -ον, ὁ μὴ συγκεκλωσμένος, μεταφορ. [[ἀσυμβίβαστος]], πολιτικὴν δύναμιν ἱερωσύνῃ συνάπτειν, τὸ κλώθειν ἐστὶ τὰ ἀσύγκλωστα Συνεσ. Ἐπιστ. 57, σ. 198C, πρβλ. Κικ. Π. Ἀττ.6.1.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[inconexo]] πράγματα Cic.<i>Att</i>.115.17, λόγος Porph.<i>Abst</i>.3.18, Herm.<i>in Phdr</i>.187, ἐξηγήσεις Porph.<i>Chr</i>.39, πρὸς τὸ ἓν ἀ. καὶ [[ἀσύμβατος]] Dam.<i>Pr</i>.5<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ ἀσύγκλωστα [[cosas inconexas o incompatibles]] τὰ ἀσύγκλωστα συγκλώσουσιν Phlp.<i>in Ph</i>.34.14, cf. Synes.<i>Ep</i>.41 (p.65).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀσύγκλωστος]], -ον (AM) [[συγκλώθω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει κλωστεί κανονικά, ο [[ασύνδετος]]<br /><b>2.</b> ο [[παράταιρος]], ο [[ασυμβίβαστος]].
|mltxt=[[ἀσύγκλωστος]], -ον (AM) [[συγκλώθω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει κλωστεί κανονικά, ο [[ασύνδετος]]<br /><b>2.</b> ο [[παράταιρος]], ο [[ασυμβίβαστος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσύγκλωστος:''' несовместимый Cic.
}}
}}

Latest revision as of 10:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσύγκλωστος Medium diacritics: ἀσύγκλωστος Low diacritics: ασύγκλωστος Capitals: ΑΣΥΓΚΛΩΣΤΟΣ
Transliteration A: asýnklōstos Transliteration B: asynklōstos Transliteration C: asygklostos Beta Code: a)su/gklwstos

English (LSJ)

ἀσύγκλωστον, not interwoven, disconnected, disjointed, πράγματα Cic.Att.6.1.17, cf. Porph.Abst.3.18; λόγος Herm. in Phdr.p.187A.; ἐξηγήσεις Porph.Chr.39; incompatible, συγκλώθειν τὰ ἀ. Phlp.in Ph. 34.14; πρὸς τὸ ἓν ἀ. καὶ ἀσύμβατος Dam.Pr.5.

Spanish (DGE)

-ον
inconexo πράγματα Cic.Att.115.17, λόγος Porph.Abst.3.18, Herm.in Phdr.187, ἐξηγήσεις Porph.Chr.39, πρὸς τὸ ἓν ἀ. καὶ ἀσύμβατος Dam.Pr.5
subst. τὰ ἀσύγκλωστα cosas inconexas o incompatibles τὰ ἀσύγκλωστα συγκλώσουσιν Phlp.in Ph.34.14, cf. Synes.Ep.41 (p.65).

German (Pape)

[Seite 379] durch das Schicksal nicht verbunden, unvereinbar, Cic. Attic. 6, 1; Synes.

Russian (Dvoretsky)

ἀσύγκλωστος: несовместимый Cic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσύγκλωστος: -ον, ὁ μὴ συγκεκλωσμένος, μεταφορ. ἀσυμβίβαστος, πολιτικὴν δύναμιν ἱερωσύνῃ συνάπτειν, τὸ κλώθειν ἐστὶ τὰ ἀσύγκλωστα Συνεσ. Ἐπιστ. 57, σ. 198C, πρβλ. Κικ. Π. Ἀττ.6.1.

Greek Monolingual

ἀσύγκλωστος, -ον (AM) συγκλώθω
1. αυτός που δεν έχει κλωστεί κανονικά, ο ασύνδετος
2. ο παράταιρος, ο ασυμβίβαστος.