παθολογικός: Difference between revisions
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
m (LSJ1 replacement) |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pathologikos | |Transliteration C=pathologikos | ||
|Beta Code=paqologiko/s | |Beta Code=paqologiko/s | ||
|Definition= | |Definition=παθολογική, παθολογικόν, [[treating of feeling]] or [[sensation]], [[τρόπος]], opp. [[αἰτιολογικός]], Epicur. ''Nat.''143 G.; [[treating of the passions]], τόπος Stob.2.7.2; <b class="b3">τὸ π. μέρος</b> [[the branch of science which treats of disease]], [[pathology]], Gal.14.689. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:42, 25 August 2023
English (LSJ)
παθολογική, παθολογικόν, treating of feeling or sensation, τρόπος, opp. αἰτιολογικός, Epicur. Nat.143 G.; treating of the passions, τόπος Stob.2.7.2; τὸ π. μέρος the branch of science which treats of disease, pathology, Gal.14.689.
German (Pape)
[Seite 437] ή, όν, von den Leidenschaften handelnd, sich darauf beziehend, Stob. Bei den Aerzten ἡ παθολογική, die Wissenschaft von den Krankheiten, Pathologie.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰθολογικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὰ πάθη, πραγματευόμενος περὶ παθῶν, λόγος Στοβ. Ἐκκλ. 2. 52· - ἡ παθολογικὴ (δηλ. τέχνη), ἡ περὶ νόσων ἐπιστήμη, ἡ «παθολογία», ΙΙ. 280Α.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α παθολογικός, -ή, -όν) παθολογία
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παθολογία ή στον παθολόγο («παθολογική εξέταση»)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα πάθη
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παθολογικόν
ο κλάδος της επιστήμης που ασχολείται με τις νόσους
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ παθολογική
(ενν. τέχνη) η επιστήμη που εξετάζει τις νόσους, η ιατρική.
επίρρ...
παθολογικώς και -ά
από παθολογική άποψη, σύμφωνα με τα διδάγματα της παθολογίας.