σίγνον: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(6_22) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=signon | |Transliteration C=signon | ||
|Beta Code=si/gnon | |Beta Code=si/gnon | ||
|Definition=τό,= Lat. < | |Definition=τό, = Lat.<br><span class="bld">A</span> [[signum]], [[statue]], IG14.971 (Rome, iii A.D.).<br><span class="bld">II</span> pl., [[the place where the standards were set up]] in a camp, used as a [[store]], [[prison]], etc., ''PLond.''2.413.12 (iv A.D.), PLond.ined.2487.18 (iv A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σίγνον''': τό, τὸ Λατ. signum, [[ἄγαλμα]], Συλλ. Ἐπιγρ. 6015, Ἄννα Κομν. 2. 246. | |lstext='''σίγνον''': τό, τὸ Λατ. signum, [[ἄγαλμα]], Συλλ. Ἐπιγρ. 6015, Ἄννα Κομν. 2. 246. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, ΜΑ<br />[[ανδριάντας]], [[άγαλμα]]<br /><b>μσν.</b><br />(στο Βυζάντιο) η [[σημαία]] τών εξκουβιτώρων, του σώματος της φρουράς του εσωτερικού τών βυζαντινών ανακτόρων<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[τόπος]] στρατοπέδου στον οποίο τοποθετούσαν σημαίες και ο [[οποίος]] χρησίμευε και ως [[αποθήκη]] ή [[φυλακή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>signum</i> «[[άγαλμα]], [[σήμα]], [[σημαία]]»]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:42, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, = Lat.
A signum, statue, IG14.971 (Rome, iii A.D.).
II pl., the place where the standards were set up in a camp, used as a store, prison, etc., PLond.2.413.12 (iv A.D.), PLond.ined.2487.18 (iv A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
σίγνον: τό, τὸ Λατ. signum, ἄγαλμα, Συλλ. Ἐπιγρ. 6015, Ἄννα Κομν. 2. 246.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
ανδριάντας, άγαλμα
μσν.
(στο Βυζάντιο) η σημαία τών εξκουβιτώρων, του σώματος της φρουράς του εσωτερικού τών βυζαντινών ανακτόρων
αρχ.
ο τόπος στρατοπέδου στον οποίο τοποθετούσαν σημαίες και ο οποίος χρησίμευε και ως αποθήκη ή φυλακή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. signum «άγαλμα, σήμα, σημαία»].