ῥυάχετος: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=ῥῠάχετος
|Full diacritics=ῥῠᾱ́χετος
|Medium diacritics=ῥυάχετος
|Medium diacritics=ῥυάχετος
|Low diacritics=ρυάχετος
|Low diacritics=ρυάχετος
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ryachetos
|Transliteration C=ryachetos
|Beta Code=r(ua/xetos
|Beta Code=r(ua/xetos
|Definition=[<b class="b3">ᾱ], ὁ</b>, Lacon. word in <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>170</span>, <b class="b3">ὁ τῶν Ἀσαναίων </b>. the <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[unstable crowd]] of the Athenians; expld. by Hsch. and Phot. as <b class="b3">ὁ ῥέων ὀχετός</b>; cod. Rav. gives [[ῥυγχάχετος]], other codd. and Suid. [[ῥυχάχετος]].</span>
|Definition=[ᾱ], ὁ, Lacon. word in Ar.''Lys.''170, <b class="b3">ὁ τῶν Ἀσαναίων ῥυάχετος</b> the [[unstable crowd]] of the Athenians; expld. by [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] and Phot. as <b class="b3">ὁ ῥέων ὀχετός</b>; cod. Rav. gives [[ῥυγχάχετος]], other codd. and Suid. [[ῥυχάχετος]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0850.png Seite 850]] ὁ, der wirbelnde Volksstrom, Ἀσαναίων, Ar. Lys. 170; Schol. [[θόρυβος]] καὶ [[συρφετός]]; v. l. sind ῥυάγχετος, [[ῥυέχετος]], ῥυχάχετος u. [[ῥυγχάχετος]]; Hesych. erkl. [[ῥυάχετος]], ὁ ῥέων [[ὀχετός]], welche Erkl. in Phot. bei [[ῥυέχετος]] steht; es hängt wohl mit [[ῥύαξ]] zusammen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0850.png Seite 850]] ὁ, der wirbelnde Volksstrom, Ἀσαναίων, Ar. Lys. 170; Schol. [[θόρυβος]] καὶ [[συρφετός]]; [[varia lectio|v.l.]] sind ῥυάγχετος, [[ῥυέχετος]], ῥυχάχετος u. [[ῥυγχάχετος]]; Hesych. erkl. [[ῥυάχετος]], ὁ ῥέων [[ὀχετός]], welche Erkl. in Phot. bei [[ῥυέχετος]] steht; es hängt wohl mit [[ῥύαξ]] zusammen.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥυάχετος:''' (ᾱ) ὁ лак. бурливая толпа (Ἀσαναίων = Ἀθηναίων Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 17: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[θορυβώδης]] όχλος, [[συρφετός]] («ὁ τῶν Ἀσαναίων [[ῥυάχετος]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥυF</i>- του <i>ῥέω</i> με εκφραστικό δασύ [[πρόσφυμα]] -<i>αχ</i>- και [[επίθημα]] -[[ετός]] (<b>πρβλ.</b> <i>συρφ</i>-[[ετός]])].
|mltxt=ὁ, Α<br />[[θορυβώδης]] όχλος, [[συρφετός]] («ὁ τῶν Ἀσαναίων [[ῥυάχετος]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥυF</i>- του <i>ῥέω</i> με εκφραστικό δασύ [[πρόσφυμα]] -<i>αχ</i>- και [[επίθημα]] -[[ετός]] ([[πρβλ]]. [[συρφετός]])].
}}
{{elru
|elrutext='''ῥυάχετος:''' (ᾱ) ὁ лак. бурливая толпа (Ἀσαναίων = Ἀθηναίων Arph.).
}}
}}

Latest revision as of 10:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῠᾱ́χετος Medium diacritics: ῥυάχετος Low diacritics: ρυάχετος Capitals: ΡΥΑΧΕΤΟΣ
Transliteration A: rhyáchetos Transliteration B: rhyachetos Transliteration C: ryachetos Beta Code: r(ua/xetos

English (LSJ)

[ᾱ], ὁ, Lacon. word in Ar.Lys.170, ὁ τῶν Ἀσαναίων ῥυάχετος the unstable crowd of the Athenians; expld. by Hsch. and Phot. as ὁ ῥέων ὀχετός; cod. Rav. gives ῥυγχάχετος, other codd. and Suid. ῥυχάχετος.

German (Pape)

[Seite 850] ὁ, der wirbelnde Volksstrom, Ἀσαναίων, Ar. Lys. 170; Schol. θόρυβος καὶ συρφετός; v.l. sind ῥυάγχετος, ῥυέχετος, ῥυχάχετος u. ῥυγχάχετος; Hesych. erkl. ῥυάχετος, ὁ ῥέων ὀχετός, welche Erkl. in Phot. bei ῥυέχετος steht; es hängt wohl mit ῥύαξ zusammen.

Russian (Dvoretsky)

ῥυάχετος: (ᾱ) ὁ лак. бурливая толпа (Ἀσαναίων = Ἀθηναίων Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥυάχετος: [ᾱ], ὁ, Λακων. λέξ. παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Λυσ. 170, ὁ τῶν Ἀσαναίων ῥυάχετος, τὸ ἄστατον καὶ θορυβῶδες πλῆθος τῶν Ἀθηναίων· ὁ Ἡσύχ. καὶ ὁ Φώτ. ἑρμηνεύουσι τὸ ῥυάχετος διὰ τοῦ ὁ ῥέων ὀχετός· ἡ δὲ μαρτυρία αὐτῶν ὡς καὶ ἡ πιθανὴ ἐκ τοῦ ῥύαξ ἐτυμολογία βεβαιοῦσι τὸν τύπον τοῦτον· τὸ Ραβ. Ἀντιγραφ. τοῦ Ἀριστοφ. ἔχει ῥυάγχετος· ἕτερα Ἀντίγραφα καὶ ὁ Σουΐδ. ἔχουσι ῥυχάχετος· -πρβλ. σύρφαξ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
θορυβώδης όχλος, συρφετός («ὁ τῶν Ἀσαναίων ῥυάχετος», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF- του ῥέω με εκφραστικό δασύ πρόσφυμα -αχ- και επίθημα -ετός (πρβλ. συρφετός)].