συκίτης: Difference between revisions
From LSJ
(39) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sykitis | |Transliteration C=sykitis | ||
|Beta Code=suki/ths | |Beta Code=suki/ths | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῑ], ου, ὁ, fem. [[συκῖτις]], ιδος,<br><span class="bld">A</span> [[of figs]], [[οἶνος]] [[fig]]-wine, Dsc.5.32.<br><span class="bld">2</span> [[sycitis]], [[a fig-coloured gem]], Plin.''HN''37.191.<br><span class="bld">II</span> a Spartan name of [[Dionysus]], Sosib. 13. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ό, θηλ. συκῖτις, -ίτιδος, Α<br /><b>1.</b> παρασκευασμένος από σύκα («[[συκίτης]] [[οἶνος]]», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είδος]] πολύτιμου λίθου στο [[χρώμα]] του σύκου<br /><b>3.</b> [[προσωνυμία]] του Διονύσου στη Λακεδαίμονα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῦκον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] | |mltxt=ό, θηλ. συκῖτις, -ίτιδος, Α<br /><b>1.</b> παρασκευασμένος από σύκα («[[συκίτης]] [[οἶνος]]», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είδος]] πολύτιμου λίθου στο [[χρώμα]] του σύκου<br /><b>3.</b> [[προσωνυμία]] του Διονύσου στη Λακεδαίμονα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῦκον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] [[πρβλ]]. [[μηλίτης]], [[ονυχίτης]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:43, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, fem. συκῖτις, ιδος,
A of figs, οἶνος fig-wine, Dsc.5.32.
2 sycitis, a fig-coloured gem, Plin.HN37.191.
II a Spartan name of Dionysus, Sosib. 13.
German (Pape)
[Seite 973] ὁ, fem. συκῖτις, ιδος, feigenartig; οἶνος, von Feigen bereiteter Wein, Diosc. So hieß auch Dionysos bei den Lakonen, vgl. Ath. III, 78 c.
Greek (Liddell-Scott)
σῡκίτης: [ῑ], -ου, θηλ. -ῖτις, ιδος, ὁ ἐκ σύκων, οἶνος συκ., οἶνος ἐκ σύκων, Διοσκ. 5. 41. 2) πολύτιμος λίθος ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ σύκου, Πλίν. 37. 73. ΙΙ. Λακωνικὸν ὄνομα τοῦ Διονύσου, Ἀθήν. 78C.
Greek Monolingual
ό, θηλ. συκῖτις, -ίτιδος, Α
1. παρασκευασμένος από σύκα («συκίτης οἶνος», Διοσκ.)
2. είδος πολύτιμου λίθου στο χρώμα του σύκου
3. προσωνυμία του Διονύσου στη Λακεδαίμονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + κατάλ. -ίτης πρβλ. μηλίτης, ονυχίτης)].