καταβολεύς: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
m (Text replacement - " in pl." to " in plural")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katavoleys
|Transliteration C=katavoleys
|Beta Code=kataboleu/s
|Beta Code=kataboleu/s
|Definition=έως, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[founder]], Sch.<span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>3.1</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[one who pays]], Gloss. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> in plural, officers [[who collect payments]] due to the state, <span class="title">IG</span>5(2).357.9 (Stymphalus, iii B. C.).</span>
|Definition=-έως, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[founder]], Sch.Pi.''O.''3.1.<br><span class="bld">II</span> [[one who pays]], ''Glossaria''<br><span class="bld">III</span> in plural, officers [[who collect payments]] due to the state, ''IG''5(2).357.9 (Stymphalus, iii B. C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταβολεύς]], -έως, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> ο [[ιδρυτής]]<br /><b>2.</b> αυτός που καταβάλλει χρήματα, αυτός που πληρώνει<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ καταβολεῑς</i><br />υπάλληλοι που συνέλεγαν τα οφειλόμενα [[προς]] το [[κράτος]] χρέη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>καταβολ</i>- <span style="color: red;"><</span> [[καταβάλλω]] «[[ιδρύω]], [[καταβάλλω]] χρήματα» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> ([[πρβλ]]. [[επιβολεύς]], [[υποβολεύς]])].
|mltxt=[[καταβολεύς]], -έως, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> ο [[ιδρυτής]]<br /><b>2.</b> αυτός που καταβάλλει χρήματα, αυτός που πληρώνει<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ καταβολεῖς</i><br />υπάλληλοι που συνέλεγαν τα οφειλόμενα [[προς]] το [[κράτος]] χρέη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>καταβολ</i>- <span style="color: red;"><</span> [[καταβάλλω]] «[[ιδρύω]], [[καταβάλλω]] χρήματα» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> ([[πρβλ]]. [[επιβολεύς]], [[υποβολεύς]])].
}}
}}

Latest revision as of 10:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβολεύς Medium diacritics: καταβολεύς Low diacritics: καταβολεύς Capitals: ΚΑΤΑΒΟΛΕΥΣ
Transliteration A: kataboleús Transliteration B: kataboleus Transliteration C: katavoleys Beta Code: kataboleu/s

English (LSJ)

-έως, ὁ,
A founder, Sch.Pi.O.3.1.
II one who pays, Glossaria
III in plural, officers who collect payments due to the state, IG5(2).357.9 (Stymphalus, iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1340] ὁ, der Einsetzer, Gründer, Stifter, Schol. Pind. Ol. 3, 1 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καταβολεύς: έως, ὁ, ἱδρυτής, Γεωργ. Παχυμ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 1. σ. 566, Σχόλ. εἰς Πινδάρου Ο. 3. 1. ΙΙ. ὁ καταβάλλων χρήματα, ὁ ἀποτίνων, πληρώνων, Γλωσσ.

Greek Monolingual

καταβολεύς, -έως, ὁ (Α)
1. ο ιδρυτής
2. αυτός που καταβάλλει χρήματα, αυτός που πληρώνει
3. στον πληθ. οἱ καταβολεῖς
υπάλληλοι που συνέλεγαν τα οφειλόμενα προς το κράτος χρέη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καταβολ- < καταβάλλω «ιδρύω, καταβάλλω χρήματα» + κατάλ. -εύς (πρβλ. επιβολεύς, υποβολεύς)].