χρυσάρματος: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
m (LSJ1 replacement)
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chrysarmatos
|Transliteration C=chrysarmatos
|Beta Code=xrusa/rmatos
|Beta Code=xrusa/rmatos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with</b> or <b class="b2">in car of gold</b>, Ἀθάνα <span class="bibl">B.12.194</span>; Μήνα <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>3.19</span>; also of heroes, <span class="bibl">Id.<span class="title">P.</span>5.9</span>, <span class="bibl"><span class="title">I.</span>6(5).19</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">οἱ χ</b>., of a body of the Macedonian royal guard, <span class="bibl">Poll.1.175</span>.</span>
|Definition=χρυσάρματον,<br><span class="bld">A</span> [[with]] or [[in car of gold]], Ἀθάνα B.12.194; Μήνα Pi.''O.''3.19; also of heroes, Id.''P.''5.9, ''I.''6(5).19.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">οἱ χ.</b>, of a body of the Macedonian royal guard, Poll.1.175.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1379.png Seite 1379]] mit, auf goldenem Wagen, Pind. Μήνη Ol. 3, 20, [[Κάστωρ]] P. 5, 9, Αἰακίδαι I. 5, 17, [[Θῆβαι]] frg. 207.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1379.png Seite 1379]] mit, auf goldenem Wagen, Pind. Μήνη Ol. 3, 20, [[Κάστωρ]] P. 5, 9, Αἰακίδαι I. 5, 17, [[Θῆβαι]] frg. 207.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[au char d'or]].<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[ἅρμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''χρῡσάρμᾰτος:''' [[восседающий или едущий на золотой колеснице]] ([[Μήνη]], Αἰακίδαι Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χρῡσάρμᾰτος''': -ον, ὁ ἔχων ἅρμα χρυσοῦν, ἐπὶ χρυσοῦ ἅρματος ὀχούμενος, ἐπίθετον τῆς σελήνης, Πινδ. Ο. 3. 35· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἡρώων, ὁ αὐτ. ἐν Π. 5. 10, ἐν Ι. 6 (5). 27· ― οἱ χρυσάρματοι, σῶμά τι τῆς Μακεδονικῆς σωματοφυλακῆς τοῦ βασιλέως, [[Πολυδ]]. Α΄, 175.
|lstext='''χρῡσάρμᾰτος''': -ον, ὁ ἔχων ἅρμα χρυσοῦν, ἐπὶ χρυσοῦ ἅρματος ὀχούμενος, ἐπίθετον τῆς σελήνης, Πινδ. Ο. 3. 35· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἡρώων, ὁ αὐτ. ἐν Π. 5. 10, ἐν Ι. 6 (5). 27· ― οἱ χρυσάρματοι, σῶμά τι τῆς Μακεδονικῆς σωματοφυλακῆς τοῦ βασιλέως, Πολυδ. Α΄, 175.
}}
}}
{{bailly
{{Slater
|btext=ος, ον :<br />au char d’or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[ἅρμα]].
|sltr=<b>χρῡσάρματος, -ον</b> [[with]] [[golden]] [[chariot]] [[χρυσάρματος]] Μήνα (O. 3.19) χρυσαρμάτου Κάστορος (P. 5.9) ὦ χρυσάρματοι Αἰακίδαι (τίμιοι κατὰ τὰ ἅρματα Σ.) (I. 6.19) cf. Σ, (P. 2.) inscr., καταφέρεσθαι τὸν Πίνδαρον εἰς τὸ τὰς Θήβας χρυσαρμάτους προσαγορεύειν (ad βρισαρμάτοις Δ. 2. 26 spectare putat Snell: potuit poeta singularem numerum usurpare, nott. Turyn) fr. 323.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει χρυσό [[άρμα]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[χρυσάρματος]]<br />[[προσωνυμία]] της Σελήνης<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ χρυσάρματοι</i><br />[[σώμα]] της βασιλικής σωματοφυλακής τών Μακεδόνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>άρματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἅρμα]], -<i>ατος</i>), [[πρβλ]]. [[χαλκάρματος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χρῡσάρμᾰτος:''' -ον ([[ἅρμα]]), αυτός που έχει ή βρίσκεται μέσα σε χρυσό [[άρμα]], σε Πίνδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χρῡσ-άρμᾰτος, ον, [[ἅρμα]]<br />with or in car of [[gold]], Pind.,
}}
}}

Latest revision as of 10:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσάρμᾰτος Medium diacritics: χρυσάρματος Low diacritics: χρυσάρματος Capitals: ΧΡΥΣΑΡΜΑΤΟΣ
Transliteration A: chrysármatos Transliteration B: chrysarmatos Transliteration C: chrysarmatos Beta Code: xrusa/rmatos

English (LSJ)

χρυσάρματον,
A with or in car of gold, Ἀθάνα B.12.194; Μήνα Pi.O.3.19; also of heroes, Id.P.5.9, I.6(5).19.
II οἱ χ., of a body of the Macedonian royal guard, Poll.1.175.

German (Pape)

[Seite 1379] mit, auf goldenem Wagen, Pind. Μήνη Ol. 3, 20, Κάστωρ P. 5, 9, Αἰακίδαι I. 5, 17, Θῆβαι frg. 207.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au char d'or.
Étymologie: χρυσός, ἅρμα.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσάρμᾰτος: восседающий или едущий на золотой колеснице (Μήνη, Αἰακίδαι Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσάρμᾰτος: -ον, ὁ ἔχων ἅρμα χρυσοῦν, ἐπὶ χρυσοῦ ἅρματος ὀχούμενος, ἐπίθετον τῆς σελήνης, Πινδ. Ο. 3. 35· ὡσαύτως ἐπὶ ἡρώων, ὁ αὐτ. ἐν Π. 5. 10, ἐν Ι. 6 (5). 27· ― οἱ χρυσάρματοι, σῶμά τι τῆς Μακεδονικῆς σωματοφυλακῆς τοῦ βασιλέως, Πολυδ. Α΄, 175.

English (Slater)

χρῡσάρματος, -ον with golden chariot χρυσάρματος Μήνα (O. 3.19) χρυσαρμάτου Κάστορος (P. 5.9) ὦ χρυσάρματοι Αἰακίδαι (τίμιοι κατὰ τὰ ἅρματα Σ.) (I. 6.19) cf. Σ, (P. 2.) inscr., καταφέρεσθαι τὸν Πίνδαρον εἰς τὸ τὰς Θήβας χρυσαρμάτους προσαγορεύειν (ad βρισαρμάτοις Δ. 2. 26 spectare putat Snell: potuit poeta singularem numerum usurpare, nott. Turyn) fr. 323.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που έχει χρυσό άρμα
2. το θηλ. ως ουσ.χρυσάρματος
προσωνυμία της Σελήνης
3. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ χρυσάρματοι
σώμα της βασιλικής σωματοφυλακής τών Μακεδόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -άρματος (< ἅρμα, -ατος), πρβλ. χαλκάρματος].

Greek Monotonic

χρῡσάρμᾰτος: -ον (ἅρμα), αυτός που έχει ή βρίσκεται μέσα σε χρυσό άρμα, σε Πίνδ.

Middle Liddell

χρῡσ-άρμᾰτος, ον, ἅρμα
with or in car of gold, Pind.,