νοητικός: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=noitikos
|Transliteration C=noitikos
|Beta Code=nohtiko/s
|Beta Code=nohtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[intellectual]], opp. αἰσθητικός, τὸ ν. <span class="bibl">Arist.<span class="title">de An.</span>402b16</span>; τὰ ν. μόρια <span class="bibl">Id.<span class="title">EN</span>1139b12</span>; <b class="b3">ἡ ν. ψυχή</b>, opp. <b class="b3">ἡ αἰσθητική</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">GA</span>736b14</span>, <span class="bibl"><span class="title">de An.</span>429a28</span>. Adv. νο-κῶς <span class="bibl">Porph.<span class="title">Gaur.</span>17.6</span>.</span>
|Definition=νοητική, νοητικόν, [[intellectual]], opp. [[αἰσθητικός]], τὸ νοητικόν Arist.''de An.''402b16; τὰ ν. μόρια Id.''EN''1139b12; <b class="b3">ἡ νοητικὴ ψυχή</b>, opp. <b class="b3">ἡ αἰσθητική</b>, Id.''GA''736b14, ''de An.''429a28. Adv. [[νοητικῶς]] Porph.''Gaur.''17.6.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[doué de la faculté de penser]], [[doué d'intelligence]].<br />'''Étymologie:''' [[νοητός]].
}}
{{pape
|ptext=<i>zum [[Begreifen]], [[Denken]] [[geschickt]]</i>; [[ψυχή]], Arist. <i>gen.an</i>. 2.3; <i>eth</i>. 6.2; Plut.
}}
{{elru
|elrutext='''νοητικός:''' [[наделенный способностью мышления]], [[мыслящий]] ([[ψυχή]] Arst.; [[οὐσία]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νοητικός''': -ή, -όν, ὁ [[ταχέως]], [[ὀξέως]] νοῶν, εὐφυής, ὀξύνους, ἀντίθετον τῷ [[αἰσθητικός]], Ἀριστ. π. Ψυχῆς 1. 1, 8, π. Ζ. Γεν. 2. 3, 7, πρβλ. Ἠθικ. Νικ. 6. 2, 6· ἡ ν. [[ψυχή]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἡ αἰσθητική, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 2. 3, 7· τὸ νοητικόν, ἡ [[δύναμις]] τῆς ἀντιλήψεως, ὁ αὐτ. π. Ψυχῆς 2. 4, 1, κτλ.
|lstext='''νοητικός''': -ή, -όν, ὁ [[ταχέως]], [[ὀξέως]] νοῶν, εὐφυής, ὀξύνους, ἀντίθετον τῷ [[αἰσθητικός]], Ἀριστ. π. Ψυχῆς 1. 1, 8, π. Ζ. Γεν. 2. 3, 7, πρβλ. Ἠθικ. Νικ. 6. 2, 6· ἡ ν. [[ψυχή]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἡ αἰσθητική, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 2. 3, 7· τὸ νοητικόν, ἡ [[δύναμις]] τῆς ἀντιλήψεως, ὁ αὐτ. π. Ψυχῆς 2. 4, 1, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />doué de la faculté de penser, doué d’intelligence.<br />'''Étymologie:''' [[νοητός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νοητικός:''' -ή, -όν ([[νοέω]]), [[ευφυής]], [[οξύνους]], σε Αριστ.
|lsmtext='''νοητικός:''' -ή, -όν ([[νοέω]]), [[ευφυής]], [[οξύνους]], σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''νοητικός:''' наделенный способностью мышления, мыслящий ([[ψυχή]] Arst.; [[οὐσία]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νοητικός]], ή, όν [[νοέω]]<br />[[intelligent]], Arist.
|mdlsjtxt=[[νοητικός]], ή, όν [[νοέω]]<br />[[intelligent]], Arist.
}}
}}

Latest revision as of 10:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοητικός Medium diacritics: νοητικός Low diacritics: νοητικός Capitals: ΝΟΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: noētikós Transliteration B: noētikos Transliteration C: noitikos Beta Code: nohtiko/s

English (LSJ)

νοητική, νοητικόν, intellectual, opp. αἰσθητικός, τὸ νοητικόν Arist.de An.402b16; τὰ ν. μόρια Id.EN1139b12; ἡ νοητικὴ ψυχή, opp. ἡ αἰσθητική, Id.GA736b14, de An.429a28. Adv. νοητικῶς Porph.Gaur.17.6.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
doué de la faculté de penser, doué d'intelligence.
Étymologie: νοητός.

German (Pape)

zum Begreifen, Denken geschickt; ψυχή, Arist. gen.an. 2.3; eth. 6.2; Plut.

Russian (Dvoretsky)

νοητικός: наделенный способностью мышления, мыслящий (ψυχή Arst.; οὐσία Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

νοητικός: -ή, -όν, ὁ ταχέως, ὀξέως νοῶν, εὐφυής, ὀξύνους, ἀντίθετον τῷ αἰσθητικός, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 1. 1, 8, π. Ζ. Γεν. 2. 3, 7, πρβλ. Ἠθικ. Νικ. 6. 2, 6· ἡ ν. ψυχή, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἡ αἰσθητική, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 2. 3, 7· τὸ νοητικόν, ἡ δύναμις τῆς ἀντιλήψεως, ὁ αὐτ. π. Ψυχῆς 2. 4, 1, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ νοητικός, -ή, -όν) νοητός
1. ικανός να νοεί, να συλλαμβάνει με τον νου
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ νοητικό(ν) η δύναμη της διάνοιας, η νόηση
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νόηση («νοητικές λειτουργίες»)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. αίνιγμα. Επιρρ. νοητικώς και -ά (Α νοητικῶς)
με νοητική ικανότητα, κατά τρόπο νοητικό.

Greek Monotonic

νοητικός: -ή, -όν (νοέω), ευφυής, οξύνους, σε Αριστ.

Middle Liddell

νοητικός, ή, όν νοέω
intelligent, Arist.