αἱρετέος: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aireteos
|Transliteration C=aireteos
|Beta Code=ai(rete/os
|Beta Code=ai(rete/os
|Definition=α, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> to [[be chosen]], [[ὠφελήματα]], opp. <b class="b3">αἱρετὰ ἀγαθά</b>, <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.3.22</span>, <span class="bibl">61</span>,al. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[αἱρετέον]], [[one must choose]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span> 499e</span>, Phld.<span class="title">Rh.</span>1.287S., etc.</span>
|Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> to [[be chosen]], [[ὠφελήματα]], opp. <b class="b3">αἱρετὰ ἀγαθά</b>, Chrysipp.Stoic.3.22, 61,al.<br><span class="bld">II</span> [[αἱρετέον]], [[one must choose]], [[Plato|Pl.]]''[[Gorgias|Grg.]]'' 499e, Phld.''Rh.''1.287S., etc.
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''αἱρετέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. ὃν πρέπει νὰ κυριεύσῃ, ἢ νὰ προτιμήσῃ τις, ὁ ἐπιθυμητός, Ξεν. Ἀπομ. 1. 1, 7, καὶ ἀλλ. ΙΙ. αἱρετέον, πρέπει τις νὰ ἐκλέξῃ, Πλάτ. Γοργ. 499Ε, καὶ ἀλλ.
|dgtxt=-α, -ον<br />[[que debe ser elegido]] ὠφελήματα Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.22.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qu’on peut saisir par l'intelligence.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[αἱρέω]].
|btext=α, ον :<br />[[qu'on peut saisir par l'intelligence]].<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[αἱρέω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[wünschenswert]]</i>, Xen. <i>Mem</i>. 1.1.7.
}}
{{elru
|elrutext='''αἱρετέος:''' [[достойный быть избранным]] (μαθήματα Xen.).
}}
}}
{{DGE
{{ls
|dgtxt=-α, -ον<br />[[que debe ser elegido]] ὠφελήματα Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.22.
|lstext='''αἱρετέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. ὃν πρέπει νὰ κυριεύσῃ, ἢ νὰ προτιμήσῃ τις, ὁ ἐπιθυμητός, Ξεν. Ἀπομ. 1. 1, 7, καὶ ἀλλ. ΙΙ. αἱρετέον, πρέπει τις νὰ ἐκλέξῃ, Πλάτ. Γοργ. 499Ε, καὶ ἀλλ.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἱρετέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[αἱρέω]],<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πρέπει να κυριευθεί ή να προτιμηθεί, ο [[επιθυμητός]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> <i>αἱρετέον</i>, αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να εκλέξει, να επιλέξει, σε Πλάτ.
|lsmtext='''αἱρετέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[αἱρέω]],<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πρέπει να κυριευθεί ή να προτιμηθεί, ο [[επιθυμητός]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> <i>αἱρετέον</i>, αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να εκλέξει, να επιλέξει, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἱρετέος:''' [[достойный быть избранным]] (μαθήματα Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=verb. adj. of [[αἱρέω]],]<br /><b class="num">I.</b> to be taken, [[desirable]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> αἱρετέον, one must [[choose]], Plat.
|mdlsjtxt=verb. adj. of [[αἱρέω]],]<br /><b class="num">I.</b> to be taken, [[desirable]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> αἱρετέον, one must [[choose]], Plat.
}}
}}

Latest revision as of 10:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἱρετέος Medium diacritics: αἱρετέος Low diacritics: αιρετέος Capitals: ΑΙΡΕΤΕΟΣ
Transliteration A: hairetéos Transliteration B: haireteos Transliteration C: aireteos Beta Code: ai(rete/os

English (LSJ)

α, ον,
A to be chosen, ὠφελήματα, opp. αἱρετὰ ἀγαθά, Chrysipp.Stoic.3.22, 61,al.
II αἱρετέον, one must choose, Pl.Grg. 499e, Phld.Rh.1.287S., etc.

Spanish (DGE)

-α, -ον
que debe ser elegido ὠφελήματα Chrysipp.Stoic.3.22.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qu'on peut saisir par l'intelligence.
Étymologie: adj. verb. de αἱρέω.

German (Pape)

wünschenswert, Xen. Mem. 1.1.7.

Russian (Dvoretsky)

αἱρετέος: достойный быть избранным (μαθήματα Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

αἱρετέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. ὃν πρέπει νὰ κυριεύσῃ, ἢ νὰ προτιμήσῃ τις, ὁ ἐπιθυμητός, Ξεν. Ἀπομ. 1. 1, 7, καὶ ἀλλ. ΙΙ. αἱρετέον, πρέπει τις νὰ ἐκλέξῃ, Πλάτ. Γοργ. 499Ε, καὶ ἀλλ.

Greek Monotonic

αἱρετέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του αἱρέω,
I. αυτός που πρέπει να κυριευθεί ή να προτιμηθεί, ο επιθυμητός, σε Ξεν.
II. αἱρετέον, αυτό που πρέπει κάποιος να εκλέξει, να επιλέξει, σε Πλάτ.

Middle Liddell

verb. adj. of αἱρέω,]
I. to be taken, desirable, Xen.
II. αἱρετέον, one must choose, Plat.