μονόζωνος: Difference between revisions
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
(6_16) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=monozonos | |Transliteration C=monozonos | ||
|Beta Code=mono/zwnos | |Beta Code=mono/zwnos | ||
|Definition= | |Definition=μονόζωνον,<br><span class="bld">A</span> [[girt up alone]], i.e. [[journeying alone]], Suid., etc.<br><span class="bld">II</span> [[μονόζωνοι]], [[οἱ]], men [[with a]] [[ζώνη]] [[only]], [[light-armed]], [[LXX]] ''4 Ki.''5.2,al., [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0203.png Seite 203]] mit | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0203.png Seite 203]] mit [[einem]] Gürtel, μονόζωνοι, leichtbewaffnete Krieger, LXX.; zum Recognosciren gebraucht, VLL., die auch λῃσταί u. μονομάχοι erkl. – Auch wie [[οἰόζωνος]], allein, ohne Gefolge, Schol. Soph. O. R. 846; vgl. Ruhnk. ep. cr. p. 286. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μονόζωνος''': -ον, ἐλαφρῶς ὡπλισμένος [[στρατιώτης]], Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. ΚΒ΄, 30). ― Καθόλου, [[εὔζωνος]], [[ἀκροβολιστής]], Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. Ε΄, 2), κτλ. ΙΙ. ὁ ὁδοιπορῶν [[μόνος]], ἴδε Ruhnk. Ep. Cr. σ. 286, ὡς τὸ [[μονόζωστος]], [[οἰόζωνος]]. | |lstext='''μονόζωνος''': -ον, ἐλαφρῶς ὡπλισμένος [[στρατιώτης]], Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. ΚΒ΄, 30). ― Καθόλου, [[εὔζωνος]], [[ἀκροβολιστής]], Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. Ε΄, 2), κτλ. ΙΙ. ὁ ὁδοιπορῶν [[μόνος]], ἴδε Ruhnk. Ep. Cr. σ. 286, ὡς τὸ [[μονόζωστος]], [[οἰόζωνος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μονόζωνος]], -ον (ΑΜ)<br />(ως επίθ. και ως ουσ.)<br /><b>1.</b> αυτός που [[φορά]] μία μόνο [[ζώνη]]<br /><b>2.</b> (για στρατιώτη) αυτός που [[είναι]] [[ελαφρά]] οπλισμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ταξιδεύει [[μόνος]] του<br /><b>2.</b> [[ακροβολιστής]]<br /><b>3.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «οἵ ἔφοδοι βάρβαροι ἢ ἀπελάται μάχιμοι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζώνη]]), [[πρβλ]]. <i>καλλί</i>-<i>ζωνος</i>, [[μεγαλό]]-<i>ζωνος</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:44, 25 August 2023
English (LSJ)
μονόζωνον,
A girt up alone, i.e. journeying alone, Suid., etc.
II μονόζωνοι, οἱ, men with a ζώνη only, light-armed, LXX 4 Ki.5.2,al., Hsch.
German (Pape)
[Seite 203] mit einem Gürtel, μονόζωνοι, leichtbewaffnete Krieger, LXX.; zum Recognosciren gebraucht, VLL., die auch λῃσταί u. μονομάχοι erkl. – Auch wie οἰόζωνος, allein, ohne Gefolge, Schol. Soph. O. R. 846; vgl. Ruhnk. ep. cr. p. 286.
Greek (Liddell-Scott)
μονόζωνος: -ον, ἐλαφρῶς ὡπλισμένος στρατιώτης, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. ΚΒ΄, 30). ― Καθόλου, εὔζωνος, ἀκροβολιστής, Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. Ε΄, 2), κτλ. ΙΙ. ὁ ὁδοιπορῶν μόνος, ἴδε Ruhnk. Ep. Cr. σ. 286, ὡς τὸ μονόζωστος, οἰόζωνος.
Greek Monolingual
μονόζωνος, -ον (ΑΜ)
(ως επίθ. και ως ουσ.)
1. αυτός που φορά μία μόνο ζώνη
2. (για στρατιώτη) αυτός που είναι ελαφρά οπλισμένος
αρχ.
1. αυτός που ταξιδεύει μόνος του
2. ακροβολιστής
3. (κατά το λεξ. Σούδα) «οἵ ἔφοδοι βάρβαροι ἢ ἀπελάται μάχιμοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ζωνος (< ζώνη), πρβλ. καλλί-ζωνος, μεγαλό-ζωνος].