ἰσοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=isoforos
|Transliteration C=isoforos
|Beta Code=i)sofo/ros
|Beta Code=i)sofo/ros
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[bearing]] or [[drawing equal weights]], [[equal in strength]], βόες . . ἥλικες, ἰσοφόροι <span class="bibl">Od.18.373</span>; τὰ σκέλη τοῖς ὤμοις -φόρα ἔχειν <span class="bibl">X.<span class="title">Smp.</span>2.20</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> proparox., [[moving regularly]], <span class="bibl">Poll.4.97</span>.</span>
|Definition=ἰσοφόρον,<br><span class="bld">A</span> [[bearing]] or [[drawing equal weights]], [[equal in strength]], βόες.. ἥλικες, ἰσοφόροι Od.18.373; τὰ σκέλη τοῖς ὤμοις -φόρα ἔχειν X.''Smp.''2.20.<br><span class="bld">II</span> proparox., [[moving regularly]], Poll.4.97.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοφόρος Medium diacritics: ἰσοφόρος Low diacritics: ισοφόρος Capitals: ΙΣΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: isophóros Transliteration B: isophoros Transliteration C: isoforos Beta Code: i)sofo/ros

English (LSJ)

ἰσοφόρον,
A bearing or drawing equal weights, equal in strength, βόες.. ἥλικες, ἰσοφόροι Od.18.373; τὰ σκέλη τοῖς ὤμοις -φόρα ἔχειν X.Smp.2.20.
II proparox., moving regularly, Poll.4.97.

German (Pape)

[Seite 1268] gleichtragend, gleich stark; βόες, die gleich ziehen, Od. 18, 373; – οἶνος, starker Wein, der eben so viel beigemischtes Wasser erträgt; – ἰσόφορος, sich gleichmäßig bewegend, ὀρχηστής Poll. 4, 97.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte une charge égale à sa force, càd fort, robuste.
Étymologie: ἴσος, φέρω.

Russian (Dvoretsky)

ἰσοφόρος: выносящий одинаковую тяжесть, т. е. одинаково сильный (βόες Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοφόρος: -ον, φέρων ἢ ἕλκων ἴσα βάρη, ἴσος κατὰ τὴν ἰσχὺν ἢ δύναμιν, βόες… ἥλικες, ἰσοφόροι Ὀδ. Σ. 373. ΙΙ. προπαροξ., ἰσοφόρος, ἐπὶ ὀρχηστοῦ, ὁ κινούμενος κανονικῶς, ὁμαλῶς, Πολυδ. Δ΄, 97.

Greek Monolingual

ἰσόφορος, -ον (Α)
(για ορχηστή) αυτός που κινείται με κανονικό ρυθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -φόρος (< φέρω), πρβλ. θεό-φορος φαρετρή-φορος].
ἰσοφόρος, -ον (Α)
αυτός που φέρει ή έλκει ίσα βάρη «βόες ἥλικες... ἰσοφόροι», Ομ.Οδ)..
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -φόρος (< φέρω), πρβλ. δρεπανη-φόρος, καρπο-φόρος. Η παροξυτονία προσδίδει στο συνθ. ενεργ. σημασία].

Greek Monotonic

ἰσοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει ή έλκει ίσα βάρη, ισοδύναμος, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ἰσο-φόρος, ον φέρω
bearing or drawing equal weights, equal in strength, Od.