νομιστέος: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nomisteos | |Transliteration C=nomisteos | ||
|Beta Code=nomiste/os | |Beta Code=nomiste/os | ||
|Definition=α, ον, < | |Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> to [[be enacted]] (νομίζω 1.2), [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 608b.<br><span class="bld">II</span> [[νομιστέον]], [[one must account]], [[deem]], Id.''Sph.''230d, Men.550, [[LXX]] ''Ep.Je.'' 40, Porph.''Abst.''1.12, etc. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[νομίζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νομιστέος''': -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[νομίζω]], ὃν δεῖ νομίζειν, κτλ., Πλάτ. Πολ. 608Β. ΙΙ. νομιστέον, δεῖ νομίζειν, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 230D, κτλ. | |lstext='''νομιστέος''': -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[νομίζω]], ὃν δεῖ νομίζειν, κτλ., Πλάτ. Πολ. 608Β. ΙΙ. νομιστέον, δεῖ νομίζειν, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 230D, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 10:44, 25 August 2023
English (LSJ)
α, ον,
A to be enacted (νομίζω 1.2), Pl.R. 608b.
II νομιστέον, one must account, deem, Id.Sph.230d, Men.550, LXX Ep.Je. 40, Porph.Abst.1.12, etc.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de νομίζω.
Greek (Liddell-Scott)
νομιστέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ νομίζω, ὃν δεῖ νομίζειν, κτλ., Πλάτ. Πολ. 608Β. ΙΙ. νομιστέον, δεῖ νομίζειν, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 230D, κτλ.
Greek Monotonic
νομιστέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του νομίζω, αυτός που πρέπει να ληφθεί υπόψιν, σε Πλάτ.
Middle Liddell
νομιστέος, η, ον, verb. adj.]
to be accounted, Plat.