καταπλοκή: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
(6_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataploki
|Transliteration C=kataploki
|Beta Code=kataplokh/
|Beta Code=kataplokh/
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">entwining, interlacing</b>, τοῦ νεύρου καὶ τοῦ δέρματος <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>76d</span>; <b class="b2">complication</b>, τῶν πραγμάτων <span class="bibl">Artem.2.5</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> in Music, <b class="b2">descending progression</b>, opp. <b class="b3">ἀναπλοκή</b>, <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Harm.</span>2.12</span>.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[entwining]], [[interlacing]], τοῦ νεύρου καὶ τοῦ δέρματος Pl.''Ti.''76d; [[complication]], τῶν πραγμάτων Artem.2.5.<br><span class="bld">II</span> in Music, [[descending progression]], opp. [[ἀναπλοκή]], Ptol.''Harm.''2.12.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1371.png Seite 1371]] ἡ, das Verbinden, Verknüpfen, ἐν τῇ περὶ τοὺς δακτύλους καταπλοκῇ τοῦ νεύρου Plat. Tim. 76 d. – In der Tonkunst die Verbindung mehrerer Töne in abwärts laufender Folge.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1371.png Seite 1371]] ἡ, das Verbinden, Verknüpfen, ἐν τῇ περὶ τοὺς δακτύλους καταπλοκῇ τοῦ νεύρου Plat. Tim. 76 d. – In der Tonkunst die Verbindung mehrerer Töne in abwärts laufender Folge.
}}
{{elnl
|elnltext=καταπλοκή -ῆς, ἡ [καταπλέκω] [[verbinding]].
}}
{{elru
|elrutext='''καταπλοκή:''' ἡ [[сплетение]], [[переплетение]] (τοῦ νεύρου καὶ τοῦ δέρματος Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταπλοκή''': ἡ, τὸ καταπλέκειν, πλέξιμον [[πυκνόν]], [[συμπλοκή]], ἐν τῇ περὶ τοὺς δακτύλους κ. τοῦ νεύρου Πλάτ. Τίμ. 76D· μεταφ., δόλους καὶ ἐνέδρας καὶ κ. τῶν χρημάτων Ἀρτεμίδ. 2. 5. σ. 137. 20· κ. τῶν χρεῶν ὁ αὐτ. 6. 139. 7. ΙΙ. ἐν τῇ μουσικῇ, ἡ [[σχέσις]] τῶν φθόγγων κατιόντων ἐν κανονικῇ διαδοχῇ, ἀντιθ. τῷ [[ἀναπλοκή]], Πτολεμ. Ἁρμ.
|lstext='''καταπλοκή''': ἡ, τὸ καταπλέκειν, πλέξιμον [[πυκνόν]], [[συμπλοκή]], ἐν τῇ περὶ τοὺς δακτύλους κ. τοῦ νεύρου Πλάτ. Τίμ. 76D· μεταφ., δόλους καὶ ἐνέδρας καὶ κ. τῶν χρημάτων Ἀρτεμίδ. 2. 5. σ. 137. 20· κ. τῶν χρεῶν ὁ αὐτ. 6. 139. 7. ΙΙ. ἐν τῇ μουσικῇ, ἡ [[σχέσις]] τῶν φθόγγων κατιόντων ἐν κανονικῇ διαδοχῇ, ἀντιθ. τῷ [[ἀναπλοκή]], Πτολεμ. Ἁρμ.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταπλοκή]], ἡ (AM [[καταπλέκω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[περιπλοκή]], [[μπέρδεμα]], [[ατυχία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πυκνή, έντονη [[πλοκή]], [[συμπλοκή]]<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> κατιούσα μελωδική [[γραμμή]].
}}
}}

Latest revision as of 10:45, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπλοκή Medium diacritics: καταπλοκή Low diacritics: καταπλοκή Capitals: ΚΑΤΑΠΛΟΚΗ
Transliteration A: kataplokḗ Transliteration B: kataplokē Transliteration C: kataploki Beta Code: kataplokh/

English (LSJ)

ἡ,
A entwining, interlacing, τοῦ νεύρου καὶ τοῦ δέρματος Pl.Ti.76d; complication, τῶν πραγμάτων Artem.2.5.
II in Music, descending progression, opp. ἀναπλοκή, Ptol.Harm.2.12.

German (Pape)

[Seite 1371] ἡ, das Verbinden, Verknüpfen, ἐν τῇ περὶ τοὺς δακτύλους καταπλοκῇ τοῦ νεύρου Plat. Tim. 76 d. – In der Tonkunst die Verbindung mehrerer Töne in abwärts laufender Folge.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταπλοκή -ῆς, ἡ [καταπλέκω] verbinding.

Russian (Dvoretsky)

καταπλοκή:сплетение, переплетение (τοῦ νεύρου καὶ τοῦ δέρματος Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

καταπλοκή: ἡ, τὸ καταπλέκειν, πλέξιμον πυκνόν, συμπλοκή, ἐν τῇ περὶ τοὺς δακτύλους κ. τοῦ νεύρου Πλάτ. Τίμ. 76D· μεταφ., δόλους καὶ ἐνέδρας καὶ κ. τῶν χρημάτων Ἀρτεμίδ. 2. 5. σ. 137. 20· κ. τῶν χρεῶν ὁ αὐτ. 6. 139. 7. ΙΙ. ἐν τῇ μουσικῇ, ἡ σχέσις τῶν φθόγγων κατιόντων ἐν κανονικῇ διαδοχῇ, ἀντιθ. τῷ ἀναπλοκή, Πτολεμ. Ἁρμ.

Greek Monolingual

καταπλοκή, ἡ (AM καταπλέκω
μσν.
μτφ. περιπλοκή, μπέρδεμα, ατυχία
αρχ.
1. πυκνή, έντονη πλοκή, συμπλοκή
2. μουσ. κατιούσα μελωδική γραμμή.