κάταξις: Difference between revisions
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kataksis | |Transliteration C=kataksis | ||
|Beta Code=ka/tacis | |Beta Code=ka/tacis | ||
|Definition=εως, Ion. [[κάτηξις]], ιος, ἡ, [[fracture]], including all forms of [[skull]] [[injury]], | |Definition=-εως, Ion. [[κάτηξις]], ιος, ἡ, [[fracture]], including all forms of [[skull]] [[injury]], Hp.''VC''9, al.; [[breaking into large fragments]], distinguished from [[θραῦσις]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''386a12, [[Theophrastus]] ''Lass.''18. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:45, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, Ion. κάτηξις, ιος, ἡ, fracture, including all forms of skull injury, Hp.VC9, al.; breaking into large fragments, distinguished from θραῦσις, Arist.Mete.386a12, Theophrastus Lass.18.
German (Pape)
[Seite 1367] ἡ, das Zerbrechen, nach Arist. Meteorl. 4, 9 εἰς μεγάλα μέρη διαίρεσις καὶ χωρισμός, zum Unterschiede von θραῦσις, Sp.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάταξις -εως, ἡ, Ion. κάτηξις [κατάγνυμι] geneesk. breuk.
Russian (Dvoretsky)
κάταξις: εως ἡ разбивание (εἰς μεγάλα μέρη Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
κάταξις: Ἰων. -ηξις, εως, ἡ, κάταγμα, (κατάγνυμι), σύντριψις, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 900, κ. ἀλλ.· κάταξις τοῦ σκέλους, τοῦ κεραμίου, ὀστῶν Ἀρτεμίδ. κλ., διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ θραῦσις, ὅτι ἡ μὲν κάτ. εἶνε διαίρεσις καὶ χωρισμὸς εἰς μεγάλα μέρη, θραῦσις δὲ ἡ εἰς τὰ τυχόντα καὶ πλείω δυοῖν Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 9.
Greek Monolingual
κάταξις, -εως, ιων. τ. κάτηξις, -ιος, ἡ (Α)
1. σύντριψη, θραύση, κάταγμα, σπάσιμο
2. η διαίρεση σε μεγάλα μέρη («ὅτι ἡ μὲν κάταξις διαίρεσις καὶ χωρισμὸς εἱς μεγάλα μέρη, θραῡσις δὲ εἱς τὰ τυχόντα και πλείω δυοῑν», Αριστοτ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ-άγνυμι (πρβλ. αόρ. κατ-έ-αξ-α)].