ὑπερφανής: Difference between revisions
ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yperfanis | |Transliteration C=yperfanis | ||
|Beta Code=u(perfanh/s | |Beta Code=u(perfanh/s | ||
|Definition= | |Definition=ὑπερφανές, ([[ὑπερφαίνομαι]]) [[appearing over]] or [[appearing above]], [[out-topping]], δόρατα ταπεινὰ καὶ μὴ ὑπερφανῆ X.''Eq.Mag.''5.7 (cod.B, [[ὑπερηφανῆ]] cett.): coupled with [[ὑπέργεια]], Poll.5.150 ([[varia lectio|v.l.]] [[ἐπιφανής]]), cf. 9.20. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />levé de manière à être visible.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[φαίνω]]. | |btext=ής, ές :<br />[[levé de manière à être visible]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[φαίνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 10:45, 25 August 2023
English (LSJ)
ὑπερφανές, (ὑπερφαίνομαι) appearing over or appearing above, out-topping, δόρατα ταπεινὰ καὶ μὴ ὑπερφανῆ X.Eq.Mag.5.7 (cod.B, ὑπερηφανῆ cett.): coupled with ὑπέργεια, Poll.5.150 (v.l. ἐπιφανής), cf. 9.20.
German (Pape)
[Seite 1203] ές, darüber erscheinend, Xen. Hipparch. 5, 7, v.l. ὑπερήφανα.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
levé de manière à être visible.
Étymologie: ὑπέρ, φαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερφανής: видимый сверху, т. е. торчащий вверх (δόρατα Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερφᾰνής: -ές, γεν. -έος, (ὑπερφαίνομαι), ὁ φαινόμενος ὑπεράνω τῶν ἄλλων, ὑπερέχων τοὺς ἄλλους κατὰ τὸ ὕψος, δόρατα ὀρθὰ καὶ ὑπερφανῆ Ξενοφ. Ἱππαρχ. 5, 7 (ὡς ὁ Στέφ. ἀντὶ ὑπερηφανῆ). ΙΙ. = ὑπερφαής, Πολυδ. Ε΄, 150, Θ΄, 20.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ ὑπερφαίνω, ὑπερφαίνομαι
ο ὑπερφαής
αρχ.
αυτός που φαίνεται πιο ψηλά από τους άλλους, που τους ξεπερνάει στο ύψος.
Greek Monotonic
ὑπερφᾰνής: -ές (φαίνομαι), γεν. -έος, αυτός που φαίνεται πιο πάνω, που ξεχωρίζει, αυτός που υπερέχει των άλλων στο ύψος, σε Ξεν.
Middle Liddell
ὑπερφᾰνής, ές [φαίνομαι]
appearing over or above, out-topping others, Xen.