ἀκραγής: Difference between revisions
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Cf\. ([\p{Greek}\s]+)\." to "Cf. $1.") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akragis | |Transliteration C=akragis | ||
|Beta Code=a)kragh/s | |Beta Code=a)kragh/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀκραγές, ([[κράζω]]) [[not barking]], <b class="b3">ἀκραγεῖς κύνες</b>, of gryphons, A. ''Pr.''803. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] expl. [[ἀκραγές]] by [[δυσχερές]], [[σκληρόν]], [[ὀξύχολον]], cf. [[ἄκραγγες]] (leg. [[ἀκραγές]])· ἀκρόχολον ''AB''369. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:46, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀκραγές, (κράζω) not barking, ἀκραγεῖς κύνες, of gryphons, A. Pr.803. Hsch. expl. ἀκραγές by δυσχερές, σκληρόν, ὀξύχολον, cf. ἄκραγγες (leg. ἀκραγές)· ἀκρόχολον AB369.
Spanish (DGE)
(ἀκρᾰγής) -ές
• Alolema(s): ἀκραγγ- Phot.α 831, An.Bachm.1.59
1 feroz, rabioso κύνες A.Pr.803, cf. Hsch., Phot.l.c., An.Bachm.l.c.
2 débil Hsch., Phot.l.c.
• Etimología: Cf. κράζω.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui ne crie pas, muet ; sel. d'autres qui crie fort, féroce.
Étymologie: ἀ- priv. ou augm., κράζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀκρᾰγής: безмолвный, молчаливый, по друг. ἀκρ-ᾰγής 2 неистовый, бешеный (κύνες Διός Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρᾰγής: -ές, (κράζω) ὁ μὴ ὑλακτῶν, ἀκραγεῖς κύνες, ἐπὶ τῶν γρυπῶν· (ὡς πῦρ ἀνήφαιστον, κτλ.), Αἰσχύλ. Πρ. 803. Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει ἀκραγὲς διὰ τοῦ δυσχερές, σκληρόν, ὀξύχολον, καὶ ἐν Α. Β. 369 ἀναγινώσκομεν ἄκραγγες (ἀναγίνωσκε ἀκραγές), ἀκρόχολον, κτλ. ὁπόθεν ὁ Meineke ἐν Κωμ. Ἀποσπ. 3, σ. 452 ὑποπτεύει ὅτι ἡ λέξις εἶναι σύνθετος ἐκ τῶν ἄκρος, ἄγος· ὁ δὲ Ἕρμανν. ἐκ τῶν ἄκρος, ἄγη· πρβλ. ἀκλαγγί.
Greek Monolingual
ἀκραγής, -ὲς (Α)
1. αυτός που δεν κράζει, δεν γαβγίζει
2. φρ. «ἀκραγεῖς κύνες», γρύπες, μυθικά όντα με σώμα λιονταριού και κεφάλι και φτερά αετού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + ἔκραγον, κράζω.
Greek Monotonic
ἀκρᾰγής: -ές (κράζω), αυτός που δεν γαυγίζει, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
κράζω
not barking, Aesch.