σύναγμα: Difference between revisions

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
(nl)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synagma
|Transliteration C=synagma
|Beta Code=su/nagma
|Beta Code=su/nagma
|Definition=ατος, τό, (συνάγω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">collection, concretion</b>, such as <b class="b2">stone</b> or <b class="b2">gravel in the kidneys</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>6.3.7</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> v.l. for [[σύνθεμα]] in <span class="bibl">LXX <span class="title">Ec.</span>12.11</span> cod.A.</span>
|Definition=-ατος, τό, ([[συνάγω]])<br><span class="bld">A</span> [[collection]], [[concretion]], such as [[stone]] or [[gravel in the kidneys]], Hp.''Epid.''6.3.7.<br><span class="bld">2</span> [[varia lectio|v.l.]] for [[σύνθεμα]] in [[LXX]] ''Ec.''12.11 cod.A.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύναγμα''': τό, ([[συνάγω]]) τὸ συναγόμενον ἐν τῇ κύστει ἢ ἐν τοῖς νεφροῖς ἀμμῶδες ὑλικόν, [[ὑποστάθμη]], «[[σύναγμα]], [[ἤτοι]] ἐπίπαγός τις ἢ [[ἐναιώρημα]] ἢ [[ὑπόστασις]] ἢ [[πῶρος]]» Γαλην. τῶν Ἱππ. γλωσσῶν [[ἐξήγησις]] 572, Ἱππ. 1175C, 1230D· [[συνάθροισις]], σ. στρατοῦ Ἑβδ. (Ἐκκλ. ΙΒϳ, 11, ἐν τῷ Ἀλεξ. κώδ.).
|lstext='''σύναγμα''': τό, ([[συνάγω]]) τὸ συναγόμενον ἐν τῇ κύστει ἢ ἐν τοῖς νεφροῖς ἀμμῶδες ὑλικόν, [[ὑποστάθμη]], «[[σύναγμα]], [[ἤτοι]] ἐπίπαγός τις ἢ [[ἐναιώρημα]] ἢ [[ὑπόστασις]] ἢ [[πῶρος]]» Γαλην. τῶν Ἱππ. γλωσσῶν [[ἐξήγησις]] 572, Ἱππ. 1175C, 1230D· [[συνάθροισις]], σ. στρατοῦ Ἑβδ. (Ἐκκλ. ΙΒϳ, 11, ἐν τῷ Ἀλεξ. κώδ.).
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[συνάγω]]<br />[[συνάθροιση]], [[συσσώρευση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(πετρογρ.)</b> [[αδρομερής]] [[χαλικώδης]] [[άμμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />το αμμώδες υλικό που συσσωρεύεται στην ουροδόχο [[κύστη]] ή στα νεφρά.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 23: Line 20:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σύναγμα -ατος, τό [συνάγω] sedimentatie, vorming van bezinksel.
|elnltext=σύναγμα -ατος, τό [συνάγω] [[sedimentatie]], [[vorming van bezinksel]].
}}
}}

Latest revision as of 10:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύναγμα Medium diacritics: σύναγμα Low diacritics: σύναγμα Capitals: ΣΥΝΑΓΜΑ
Transliteration A: sýnagma Transliteration B: synagma Transliteration C: synagma Beta Code: su/nagma

English (LSJ)

-ατος, τό, (συνάγω)
A collection, concretion, such as stone or gravel in the kidneys, Hp.Epid.6.3.7.
2 v.l. for σύνθεμα in LXX Ec.12.11 cod.A.

German (Pape)

[Seite 995] τό, das Zusammengeführte, -gebrachte, Verbundene. Auch der Niederschlag, Bodensatz, bes. bei den Medic. der Nierenstein, das Nierengries.

Greek (Liddell-Scott)

σύναγμα: τό, (συνάγω) τὸ συναγόμενον ἐν τῇ κύστει ἢ ἐν τοῖς νεφροῖς ἀμμῶδες ὑλικόν, ὑποστάθμη, «σύναγμα, ἤτοι ἐπίπαγός τις ἢ ἐναιώρημαὑπόστασιςπῶρος» Γαλην. τῶν Ἱππ. γλωσσῶν ἐξήγησις 572, Ἱππ. 1175C, 1230D· συνάθροισις, σ. στρατοῦ Ἑβδ. (Ἐκκλ. ΙΒϳ, 11, ἐν τῷ Ἀλεξ. κώδ.).

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ συνάγω
συνάθροιση, συσσώρευση
νεοελλ.
(πετρογρ.) αδρομερής χαλικώδης άμμος
αρχ.
το αμμώδες υλικό που συσσωρεύεται στην ουροδόχο κύστη ή στα νεφρά.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύναγμα -ατος, τό [συνάγω] sedimentatie, vorming van bezinksel.