σύναγμα: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(13_2)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synagma
|Transliteration C=synagma
|Beta Code=su/nagma
|Beta Code=su/nagma
|Definition=ατος, τό, (συνάγω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">collection, concretion</b>, such as <b class="b2">stone</b> or <b class="b2">gravel in the kidneys</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>6.3.7</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> v.l. for [[σύνθεμα]] in <span class="bibl">LXX <span class="title">Ec.</span>12.11</span> cod.A.</span>
|Definition=-ατος, τό, ([[συνάγω]])<br><span class="bld">A</span> [[collection]], [[concretion]], such as [[stone]] or [[gravel in the kidneys]], Hp.''Epid.''6.3.7.<br><span class="bld">2</span> [[varia lectio|v.l.]] for [[σύνθεμα]] in [[LXX]] ''Ec.''12.11 cod.A.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0995.png Seite 995]] τό, das Zusammengeführte, -gebrachte, Verbundene. Auch der Niederschlag, Bodensatz, bes. bei den Medic. der Nierenstein, das Nierengries.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0995.png Seite 995]] τό, das Zusammengeführte, -gebrachte, Verbundene. Auch der Niederschlag, Bodensatz, bes. bei den Medic. der Nierenstein, das Nierengries.
}}
{{ls
|lstext='''σύναγμα''': τό, ([[συνάγω]]) τὸ συναγόμενον ἐν τῇ κύστει ἢ ἐν τοῖς νεφροῖς ἀμμῶδες ὑλικόν, [[ὑποστάθμη]], «[[σύναγμα]], [[ἤτοι]] ἐπίπαγός τις ἢ [[ἐναιώρημα]] ἢ [[ὑπόστασις]] ἢ [[πῶρος]]» Γαλην. τῶν Ἱππ. γλωσσῶν [[ἐξήγησις]] 572, Ἱππ. 1175C, 1230D· [[συνάθροισις]], σ. στρατοῦ Ἑβδ. (Ἐκκλ. ΙΒϳ, 11, ἐν τῷ Ἀλεξ. κώδ.).
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[συνάγω]]<br />[[συνάθροιση]], [[συσσώρευση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(πετρογρ.)</b> [[αδρομερής]] [[χαλικώδης]] [[άμμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />το αμμώδες υλικό που συσσωρεύεται στην ουροδόχο [[κύστη]] ή στα νεφρά.
}}
{{elnl
|elnltext=σύναγμα -ατος, τό [συνάγω] [[sedimentatie]], [[vorming van bezinksel]].
}}
}}

Latest revision as of 10:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύναγμα Medium diacritics: σύναγμα Low diacritics: σύναγμα Capitals: ΣΥΝΑΓΜΑ
Transliteration A: sýnagma Transliteration B: synagma Transliteration C: synagma Beta Code: su/nagma

English (LSJ)

-ατος, τό, (συνάγω)
A collection, concretion, such as stone or gravel in the kidneys, Hp.Epid.6.3.7.
2 v.l. for σύνθεμα in LXX Ec.12.11 cod.A.

German (Pape)

[Seite 995] τό, das Zusammengeführte, -gebrachte, Verbundene. Auch der Niederschlag, Bodensatz, bes. bei den Medic. der Nierenstein, das Nierengries.

Greek (Liddell-Scott)

σύναγμα: τό, (συνάγω) τὸ συναγόμενον ἐν τῇ κύστει ἢ ἐν τοῖς νεφροῖς ἀμμῶδες ὑλικόν, ὑποστάθμη, «σύναγμα, ἤτοι ἐπίπαγός τις ἢ ἐναιώρημαὑπόστασιςπῶρος» Γαλην. τῶν Ἱππ. γλωσσῶν ἐξήγησις 572, Ἱππ. 1175C, 1230D· συνάθροισις, σ. στρατοῦ Ἑβδ. (Ἐκκλ. ΙΒϳ, 11, ἐν τῷ Ἀλεξ. κώδ.).

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ συνάγω
συνάθροιση, συσσώρευση
νεοελλ.
(πετρογρ.) αδρομερής χαλικώδης άμμος
αρχ.
το αμμώδες υλικό που συσσωρεύεται στην ουροδόχο κύστη ή στα νεφρά.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύναγμα -ατος, τό [συνάγω] sedimentatie, vorming van bezinksel.