λαχνήεις: Difference between revisions

From LSJ

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lachnieis
|Transliteration C=lachnieis
|Beta Code=laxnh/eis
|Beta Code=laxnh/eis
|Definition=Dor. λαχν-άεις, εσσα, εν, contr. λαχν-ῆς Hdn.Gr.<span class="bibl">2.618</span>:—[[woolly]], [[hairy]], [[shaggy]], Φῆρες <span class="bibl">Il.2.743</span>; στήθεα <span class="bibl">18.415</span>; στέρνα <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>1.19</span>; συὸς δέρμα <span class="bibl">Il.9.548</span>; <b class="b3">λ. ὄροφος</b> [[downy]], [[soft]] thatch, <span class="bibl">24.451</span>.
|Definition=Dor. [[λαχνάεις]], λαχνάεσσα, λαχνάεν, contr. [[λαχνῆς]] Hdn.Gr.2.618:—[[woolly]], [[hairy]], [[shaggy]], Φῆρες Il.2.743; στήθεα 18.415; στέρνα Pi.''P.''1.19; συὸς δέρμα Il.9.548; <b class="b3">λ. ὄροφος</b> [[downy]], [[soft]] thatch, 24.451.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ήεσσα, ῆεν;<br />couvert de poil <i>ou</i> de duvet, chevelu.<br />'''Étymologie:''' [[λάχνη]].
|btext=ήεσσα, ῆεν;<br />couvert de poil <i>ou</i> [[de duvet]], [[chevelu]].<br />'''Étymologie:''' [[λάχνη]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 10:47, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαχνήεις Medium diacritics: λαχνήεις Low diacritics: λαχνήεις Capitals: ΛΑΧΝΗΕΙΣ
Transliteration A: lachnḗeis Transliteration B: lachnēeis Transliteration C: lachnieis Beta Code: laxnh/eis

English (LSJ)

Dor. λαχνάεις, λαχνάεσσα, λαχνάεν, contr. λαχνῆς Hdn.Gr.2.618:—woolly, hairy, shaggy, Φῆρες Il.2.743; στήθεα 18.415; στέρνα Pi.P.1.19; συὸς δέρμα Il.9.548; λ. ὄροφος downy, soft thatch, 24.451.

German (Pape)

[Seite 20] εσσα, εν, zsgzgn λαχνῆς, bei Arcad. 24, 21, = λαχναῖος, haarig, rauch, στήθεα λαχνήεντα, die sonst λάσια heißen, Il. 18, 415; Pind. λαχνάεντα στέρνα, P. 1, 19; Φῆρες Il. 2, 743, δέρμα 9, 548, wie sp. D., κάρη Ap. Rh. 1, 1312; von den Löwen, Opp. Cyn. 3, 37; – ὄροφος, von wolligem Rohr oder Schilfe, Il. 24, 451.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
couvert de poil ou de duvet, chevelu.
Étymologie: λάχνη.

Russian (Dvoretsky)

λαχνήεις: ήεσσα, ήεν, дор. λαχνάεις, άεσσα, άεν
1 косматый (Φῆρες Hom.);
2 покрытый волосами, волосатый (στήθεα Hom.; στέρνα Pind.);
3 щетинистый (δέρμα συός Hom.);
4 мохнатый, пушистый (ὄροφος Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

λαχνήεις: Δωρ. -άεις, εσσα, εν, πλήρης ἐρίων, τριχωτός, «μαλλιαρός», Φῆρες Ἰλ. Β. 743· στήθεα Σ. 415· στέρνα Πινδ. Π. 1. 34· δέρμα συὸς Ἰλ. Ι. 548· λαχνήεντ’ ὄροφον, «τὸν δασύν. λέγει δὲ τὴν ἀπὸ τῆς καλάμης ὕλην, καὶ τῆς τούτων κόμης, ὄροφος γὰρ εἶδος καλάμου πρὸς ὀροφὴν ἐπιτηδείου» (Σχόλ.), Ω. 451.

English (Autenrieth)

hairy, shaggy. (Il.)

Greek Monolingual

λαχνήεις, συνηρ. τ. λαχνῆς, δωρ. τ. λαχνάεις, -εσσα, -εν (Α) λάχνη
1. τριχωτός, δασύτριχος, μαλλιαρός («ἀμφὶ συὸς κεφαλῇ καὶ δέρματι λαχνήεντι», Ομ. Ιλ.)
2. χνουδωτός, απαλός.

Greek Monotonic

λαχνήεις: Δωρ. λαχνάεις, -εσσα, -εν, τριχωτός, μαλλιαρός, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.

Middle Liddell

λαχνήεις, δοριξ -άεις, εσσα, εν [from λάχνη
hairy, shaggy, Il., Pind.