ἐπινοητικός: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epinoitikos | |Transliteration C=epinoitikos | ||
|Beta Code=e)pinohtiko/s | |Beta Code=e)pinohtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐπινοητική, ἐπινοητικόν,<br><span class="bld">A</span> [[inventive]], of a [[writer]], Longin.4.1; ἐπινοητικὸς ὢν τοῦ [[διασῴζειν]] ἑαυτὸν Ath.7.310f.<br><span class="bld">2</span>. [[due]] to [[reflection]], [[φάσμα]] Epicur. ''Nat.''362. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:47, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐπινοητική, ἐπινοητικόν,
A inventive, of a writer, Longin.4.1; ἐπινοητικὸς ὢν τοῦ διασῴζειν ἑαυτὸν Ath.7.310f.
2. due to reflection, φάσμα Epicur. Nat.362.
German (Pape)
[Seite 966] ή, όν, erfinderisch, τοῦ διασώζειν αὑτόν Ath. VII, 310 f; Longin.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπινοητικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν ἱκανότητα νὰ ἐπινοῇ, ἐπὶ ῥήτορος, Λογγῖν. 4· ἐπὶ ἰχθύων, λέγεται δὲ ὅτι καὶ συνέσει τῶν ἄλλων ἰχθύων διαφέρει (ὁ λάβραξ) ἐπινοητικὸς ὢν τοῦ διασῴζειν ἑαυτὸν Ἀθήν. 310F. - Ἐπίρρ. ἐπινοητικῶς, Ὠριγέν. ΙΙ. 100D.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐπινοητικός, -ή, -όν) επινοώ
αυτός που έχει την ικανότητα να επινοεί, ο εφευρετικός, ο πολυμήχανος
αρχ.
(για είδωλο) αυτός που σχηματίζεται στον νου.
επίρρ...
επινοητικά (Α ἐπινοητικῶς)
κατ’ επινόηση, εφευρετικά.