προανέχω: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proanecho
|Transliteration C=proanecho
|Beta Code=proane/xw
|Beta Code=proane/xw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hold up before</b>, <b class="b3">βωμὸς π. γωνίας</b> <b class="b2">has projecting</b> angles, <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>5.5.6</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> intr., <b class="b2">rise up above</b> or <b class="b2">jut out beyond</b>, <span class="bibl">Th.7.34</span>: c. gen., <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>5.4.4</span>, etc.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[hold up before]], <b class="b3">βωμὸς π. γωνίας</b> [[has projecting]] angles, J.''BJ''5.5.6.<br><span class="bld">II</span> intr., [[rise up above]] or [[jut out beyond]], Th.7.34: c. gen., J.''BJ''5.4.4, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0707.png Seite 707]] (s. ἔχω), vorher in die Höhe halten, Suid.; – intrans., hervorragen, Clem. Al. u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0707.png Seite 707]] (s. ἔχω), vorher in die Höhe halten, Suid.; – intrans., hervorragen, Clem. Al. u. Sp.
}}
{{elnl
|elnltext=προ-ανέχω, intrans. ervoor en erboven uitsteken:. ἐπὶ ταῖς προανεχούσαις ἄκραις op de punten (van de landtong) die naar voren boven hen uitstaken Thuc. 7.34.2.
}}
{{elru
|elrutext='''προᾰνέχω:''' [[varia lectio|v.l.]] [[ἀνέχω]] выдаваться вперед: ἐπὶ ταῖς προανεχούσαις ἄκραις Thuc. на выступающих вперед оконечностях (залива).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προανέχω''': μέλλ. -έξω, [[ἀνέχω]] πρό τινος, κρατῶ ὑψηλὰ ἔμπροσθέν τινος, κερατοειδεῖς προανέχων γωνίας, ἔχων προεξεχούσας γωνίας, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 5, 6. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐγείρομαι, ὑψοῦμαι [[ὑπεράνω]] τινός, [[ἐξέχω]] πρὸς τὰ ἄνω ὑπέρ τι, διάφορ. γραφ. ἐν Θουκ. 7. 34· [[μετὰ]] γεν., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 4. 4, κτλ.· μεταφορ., πρ. ἔν τινι, ἐξέχειν ἔν τινι, Κλήμ. Ἀλεξ. 345.
|lstext='''προανέχω''': μέλλ. -έξω, [[ἀνέχω]] πρό τινος, κρατῶ ὑψηλὰ ἔμπροσθέν τινος, κερατοειδεῖς προανέχων γωνίας, ἔχων προεξεχούσας γωνίας, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 5, 6. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐγείρομαι, ὑψοῦμαι [[ὑπεράνω]] τινός, [[ἐξέχω]] πρὸς τὰ ἄνω ὑπέρ τι, διάφορ. γραφ. ἐν Θουκ. 7. 34· μετὰ γεν., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 4. 4, κτλ.· μεταφορ., πρ. ἔν τινι, ἐξέχειν ἔν τινι, Κλήμ. Ἀλεξ. 345.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] [[ψηλά]] [[μπροστά]] σε κάποιον ή [[κρατώ]] [[κάτι]] [[ψηλά]] εκ των προτέρων<br /><b>2.</b> [[εξέχω]] από [[κάτω]] [[προς]] τα [[πάνω]] («τὸ τεῑχος... τοῦ λόφου [[καθάπερ]] [[κορυφή]] τις ὑψηλότερα προανεῑχεν», <b>Ιώσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀνέχω]] «[[κρατώ]] [[ψηλά]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] [[ψηλά]] [[μπροστά]] σε κάποιον ή [[κρατώ]] [[κάτι]] [[ψηλά]] εκ των προτέρων<br /><b>2.</b> [[εξέχω]] από [[κάτω]] [[προς]] τα [[πάνω]] («τὸ τεῖχος... τοῦ λόφου [[καθάπερ]] [[κορυφή]] τις ὑψηλότερα προανεῖχεν», <b>Ιώσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀνέχω]] «[[κρατώ]] [[ψηλά]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''προᾰνέχω:''' v. l. [[ἀνέχω]] выдаваться вперед: ἐπὶ ταῖς προανεχούσαις ἄκραις Thuc. на выступающих вперед оконечностях (залива).
}}
{{elnl
|elnltext=προ-ανέχω, intrans. ervoor en erboven uitsteken:. ἐπὶ ταῖς προανεχούσαις ἄκραις op de punten (van de landtong) die naar voren boven hen uitstaken Thuc. 7.34.2.
}}
}}

Latest revision as of 10:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προανέχω Medium diacritics: προανέχω Low diacritics: προανέχω Capitals: ΠΡΟΑΝΕΧΩ
Transliteration A: proanéchō Transliteration B: proanechō Transliteration C: proanecho Beta Code: proane/xw

English (LSJ)

A hold up before, βωμὸς π. γωνίας has projecting angles, J.BJ5.5.6.
II intr., rise up above or jut out beyond, Th.7.34: c. gen., J.BJ5.4.4, etc.

German (Pape)

[Seite 707] (s. ἔχω), vorher in die Höhe halten, Suid.; – intrans., hervorragen, Clem. Al. u. Sp.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-ανέχω, intrans. ervoor en erboven uitsteken:. ἐπὶ ταῖς προανεχούσαις ἄκραις op de punten (van de landtong) die naar voren boven hen uitstaken Thuc. 7.34.2.

Russian (Dvoretsky)

προᾰνέχω: v.l. ἀνέχω выдаваться вперед: ἐπὶ ταῖς προανεχούσαις ἄκραις Thuc. на выступающих вперед оконечностях (залива).

Greek (Liddell-Scott)

προανέχω: μέλλ. -έξω, ἀνέχω πρό τινος, κρατῶ ὑψηλὰ ἔμπροσθέν τινος, κερατοειδεῖς προανέχων γωνίας, ἔχων προεξεχούσας γωνίας, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 5, 6. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐγείρομαι, ὑψοῦμαι ὑπεράνω τινός, ἐξέχω πρὸς τὰ ἄνω ὑπέρ τι, διάφορ. γραφ. ἐν Θουκ. 7. 34· μετὰ γεν., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 4. 4, κτλ.· μεταφορ., πρ. ἔν τινι, ἐξέχειν ἔν τινι, Κλήμ. Ἀλεξ. 345.

Greek Monolingual

Α
1. κρατώ κάτι ψηλά μπροστά σε κάποιον ή κρατώ κάτι ψηλά εκ των προτέρων
2. εξέχω από κάτω προς τα πάνω («τὸ τεῖχος... τοῦ λόφου καθάπερ κορυφή τις ὑψηλότερα προανεῖχεν», Ιώσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀνέχω «κρατώ ψηλά»].