φάβα: Difference between revisions
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fava | |Transliteration C=fava | ||
|Beta Code=fa/ba | |Beta Code=fa/ba | ||
|Definition=ατος, τό, (Lat. < | |Definition=-ατος, τό, (Lat.<br><span class="bld">A</span> [[faba beans]], Edict.Diocl.1.9 (CIL iii p.232858), 6.38, ''Hippiatr.''7, 104, 129, 130.134, ''Glossaria''<br><span class="bld">φάβα</span>· [[μέγας]] [[φόβος]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 10:48, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, (Lat.
A faba beans, Edict.Diocl.1.9 (CIL iii p.232858), 6.38, Hippiatr.7, 104, 129, 130.134, Glossaria
φάβα· μέγας φόβος, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
φάβα: «μέγας φόβος. καὶ τὸ σύνηθες ὄσπριον. καὶ περιστερᾶς ἀγρίας σπερμοφάγου (εἶδος)» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(I)
η, ΝΜΑ
το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό λάθυρος ο ήμερος, καθώς και ο καρπός του
νεοελλ.
1. κοινή ονομασία για τα αποφλοιωμένα και, συνήθως, αλευροποιημένα σπέρματα του επίσης κν. γνωστού ως λαθούρι και φαβέτα οσπρίου
2. (τροφ. τεχνολ.) έδεσμα, με τη μορφή πηκτής, που παρασκευάζεται με μαγείρευμα τών αλευροποιημένων σπερμάτων του λαθουριού
3. μτφ. (για πρόσ. ή πράγμ.) αυτός που είναι ανούσιος, χωρίς νοστιμιά
4. φρ. «κάποιο λάκκο έχει η φάβα» — λέγεται για καταστάσεις φαινομενικά εύκολες, για τις οποίες όμως δημιουργούνται υποψίες ότι κρύβουν κάποια παγίδα
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «εἶδος περιστερᾱς ἀγρίας, σπερμοφάγου».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. faba, -ae «είδος οσπρίου»].
(II)
Α
(κατά τον Ησύχ.) «μέγας φόβος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Δυσερμήνευτος τ. ο οποίος πρέπει πιθ. να διαβαστεί φόβᾱ και να συνδεθεί με το ρ. φέβομαι.
(III)
το / φάβα, -ατος, ΝΜΑ
η φάβα
μσν.
στον πληθ. τὰ φάβατα
οι κύαμοι, τα κουκιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. faba «είδος οσπρίου»].