θελεμός: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht

Menander, Monostichoi, 369
m (Text replacement - "epith." to "epithet")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thelemos
|Transliteration C=thelemos
|Beta Code=qelemo/s
|Beta Code=qelemo/s
|Definition=όν, [[epithet]] of [[πῶμα]], <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>1027</span> (lyr.): glossed by [[οἰκτρόν]], [[ἥσυχον]], Hsch.; but,= [[θελημός]], acc. to Hdn.Gr.<span class="bibl">1.171</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">EM</span>103.48</span>. Adv. <span class="sense"><span class="bld">A</span> -μῶς Hsch.</span>
|Definition=θελεμόν, [[epithet]] of [[πῶμα]], A.''Supp.''1027 (lyr.): glossed by [[οἰκτρόν]], [[ἥσυχον]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; but, = [[θελημός]], acc. to Hdn.Gr.1.171, cf. ''EM''103.48. Adv. [[θελεμῶς]] [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1192.png Seite 1192]] (nach Arcad. so zu accentuiren, der es wie E. M. mit [[ἐθελημός]] zusammenstellt), nur Aesch. Suppl. 1007, ποταμοὺς δ' οἳ διὰ χώρας θελεμὸν [[πῶμα]] χέουσιν, freiwillig, von selbst strömend; od. nach Anderen von [[θάλλω]], [[θηλέω]], nährend, befruchtend.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1192.png Seite 1192]] (nach Arcad. so zu accentuiren, der es wie E. M. mit [[ἐθελημός]] zusammenstellt), nur Aesch. Suppl. 1007, ποταμοὺς δ' οἳ διὰ χώρας θελεμὸν [[πῶμα]] χέουσιν, freiwillig, von selbst strömend; od. nach Anderen von [[θάλλω]], [[θηλέω]], nährend, befruchtend.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui coule <i>ou</i> jaillit de soi-même, <i>ou</i> pê fécondant.<br />'''Étymologie:''' cf. [[θάλλω]] <i>ou</i> [[θηλέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''θελεμός:''' [(ἐ)[[θέλω]] (о водах Нила) собственной силой текущий, т. е. полноводный, по друг. [[θάλλω]] или [[θηλέω]] оплодотворяющий, живительный ([[πῶμα]], ''[[sc.]]'' τῶν ποταμῶν Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θελεμός''': όν: - θελεμὸν [[πῶμα]], ἐπὶ τοῦ Νείλου, ἑρμηνευόμενον ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ. οἰκτρόν, ἥσυχον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1027· ὁ Coningt. προτείνει θελεμωτέρῳ πνεύματι [[ὡσαύτως]] ἐν Θήβ. 707. Ὑποτίθεται ἐν Ε. Μ. 103. 48, ὡς πρῶτος [[τύπος]] τοῦ [[ἐθελημός]]· καὶ ὁ Ἀρκάδ. 61. 3, λέγει, τὸ δὲ θελεμὸς ἀπὸ τοῦ θελημὸς ὀξύνεται.
|lstext='''θελεμός''': όν: - θελεμὸν [[πῶμα]], ἐπὶ τοῦ Νείλου, ἑρμηνευόμενον ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ. οἰκτρόν, ἥσυχον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1027· ὁ Coningt. προτείνει θελεμωτέρῳ πνεύματι [[ὡσαύτως]] ἐν Θήβ. 707. Ὑποτίθεται ἐν Ε. Μ. 103. 48, ὡς πρῶτος [[τύπος]] τοῦ [[ἐθελημός]]· καὶ ὁ Ἀρκάδ. 61. 3, λέγει, τὸ δὲ θελεμὸς ἀπὸ τοῦ θελημὸς ὀξύνεται.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui coule <i>ou</i> jaillit de soi-même, <i>ou</i> pê fécondant.<br />'''Étymologie:''' cf. [[θάλλω]] <i>ou</i> [[θηλέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ό (Α [[θελεμός]], -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[θελεμός]]<br />[[θέληση]], [[βούληση]] («[[θελεμός]] τ' αφέντη [[στραβός]] ο [[τοίχος]]» — η [[θέληση]] του αφέντη εκτελείται [[ακόμη]] κι αν [[είναι]] παράλογη, παροιμ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ρέει [[μόνος]] του, με τη θέλησή του<br /><b>2.</b> [[ήρεμος]], [[ήσυχος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θελεμῶς</i> (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «οἰκτρῶς, ἠσύχως».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο νεοελλ. τ. [[είναι]] παράγωγο του [[θέλω]], υπάρχει όμως [[αβεβαιότητα]] ως [[προς]] την ακριβή [[σημασία]] και την ετυμολογική [[προέλευση]] του αρχαίου].
|mltxt=-ό (Α [[θελεμός]], -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[θελεμός]]<br />[[θέληση]], [[βούληση]] («[[θελεμός]] τ' αφέντη [[στραβός]] ο [[τοίχος]]» — η [[θέληση]] του αφέντη εκτελείται [[ακόμη]] κι αν [[είναι]] παράλογη, παροιμ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ρέει [[μόνος]] του, με τη θέλησή του<br /><b>2.</b> [[ήρεμος]], [[ήσυχος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θελεμῶς</i> (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «οἰκτρῶς, ἠσύχως».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο νεοελλ. τ. [[είναι]] παράγωγο του [[θέλω]], υπάρχει όμως [[αβεβαιότητα]] ως [[προς]] την ακριβή [[σημασία]] και την ετυμολογική [[προέλευση]] του αρχαίου].
}}
{{elru
|elrutext='''θελεμός:''' [(ἐ)[[θέλω]] (о водах Нила) собственной силой текущий, т. е. полноводный, по друг. [[θάλλω]] или [[θηλέω]] оплодотворяющий, живительный ([[πῶμα]], sc. τῶν ποταμῶν Aesch.).
}}
}}

Latest revision as of 10:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θελεμός Medium diacritics: θελεμός Low diacritics: θελεμός Capitals: ΘΕΛΕΜΟΣ
Transliteration A: thelemós Transliteration B: thelemos Transliteration C: thelemos Beta Code: qelemo/s

English (LSJ)

θελεμόν, epithet of πῶμα, A.Supp.1027 (lyr.): glossed by οἰκτρόν, ἥσυχον, Hsch.; but, = θελημός, acc. to Hdn.Gr.1.171, cf. EM103.48. Adv. θελεμῶς Hsch.

German (Pape)

[Seite 1192] (nach Arcad. so zu accentuiren, der es wie E. M. mit ἐθελημός zusammenstellt), nur Aesch. Suppl. 1007, ποταμοὺς δ' οἳ διὰ χώρας θελεμὸν πῶμα χέουσιν, freiwillig, von selbst strömend; od. nach Anderen von θάλλω, θηλέω, nährend, befruchtend.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui coule ou jaillit de soi-même, ou pê fécondant.
Étymologie: cf. θάλλω ou θηλέω.

Russian (Dvoretsky)

θελεμός: [(ἐ)θέλω (о водах Нила) собственной силой текущий, т. е. полноводный, по друг. θάλλω или θηλέω оплодотворяющий, живительный (πῶμα, sc. τῶν ποταμῶν Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

θελεμός: όν: - θελεμὸν πῶμα, ἐπὶ τοῦ Νείλου, ἑρμηνευόμενον ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ. οἰκτρόν, ἥσυχον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1027· ὁ Coningt. προτείνει θελεμωτέρῳ πνεύματι ὡσαύτως ἐν Θήβ. 707. Ὑποτίθεται ἐν Ε. Μ. 103. 48, ὡς πρῶτος τύπος τοῦ ἐθελημός· καὶ ὁ Ἀρκάδ. 61. 3, λέγει, τὸ δὲ θελεμὸς ἀπὸ τοῦ θελημὸς ὀξύνεται.

Greek Monolingual

-ό (Α θελεμός, -όν)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο θελεμός
θέληση, βούλησηθελεμός τ' αφέντη στραβός ο τοίχος» — η θέληση του αφέντη εκτελείται ακόμη κι αν είναι παράλογη, παροιμ.)
αρχ.
1. αυτός που ρέει μόνος του, με τη θέλησή του
2. ήρεμος, ήσυχος.
επίρρ...
θελεμῶς (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «οἰκτρῶς, ἠσύχως».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο νεοελλ. τ. είναι παράγωγο του θέλω, υπάρχει όμως αβεβαιότητα ως προς την ακριβή σημασία και την ετυμολογική προέλευση του αρχαίου].